"Πρόσωπα και τοπία, γυναίκες λεπτοφυείς,
άνδρες μεσονυχτίς.
Γάλα, μελάνη, ένα ταλκ εξαιρετικά πνευματικό: απλοί κόκκοι
που θα μπορούσε να 'ταν κι αόρατοι.
Το ερώτημα είναι: πως γίνεται κι όλα αυτά
Είναι τόσο απίστευτα ορατά;"
Denis Roche (στο "Bernard Plossu: Paysages intermediaires contrejour", Κέντρο Ζώρζ Πομπιντού, 1998)
Η αισθητική του Πλοσσύ δεν μπορεί να θεωρηθεί υπόθεση μόδας. Φορέας ενός ιδιαίτερου και εύκολα ανγνωρίσιμου φωτογραφικού γλωσσικού ιδιώματος -το οποίο κατά βάθος, αγγίζει τα όρια της ακραίας πολυπλοκότητας- δεν αισθάνεται καμία ανάγκη να το αλλάξει προκειμένου να συμβαδίσει με τα γούστα της εποχής. Εξακολουθεί να προβάλλει τη γλώσσα αυτή, μέσα από το βλέμμα του, και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, με την ίδια επιτακτικότητα, με την ίδια φρεσκάδα, την ίδια συστολή, είτε πρόκειται για παραγγελίες είτε για προσωπικές του φωτογραφίες. Στη σύγχρονη φωτογραφία, την τόσο εφήμερη και απλουστευτική, χρειάζεται πολλή ευφυία, πειθαρχία και πάθος, μια πραγματική απομάκρυνση από τα επουσιώδη του κόσμου, για να δώσεις πνοή σε παρόμοια φιλοδοξία.
(Gilles Mora)
Όπως πάντα, ο Πλοσσύ υιοθετεί μια απλή μέθοδο: φωτογραφίζει απευθείας από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Ύστερα παρουσιάζει μια επιλογή φωτογραφιών αλλά και όλα τα προυφ που έχει τραβήξει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, σε ένα κινηματογραφικού χαρακτήρα σύνολο. Σε αυτό που θα είχε κάνει ο παλιός ταξιδευτής, ο Πλοσσύ προσθέτει την ποιητική πρόθεσή του να δώσει άμεση αξία σε κάθε στιγμή του ταξιδιού, μια τυπική επιλογή όποιου, όπως εκείνος, διαμορφώθηκε μεταξύ των δεκαετιών '70 και '80, όταν η κάθε στιγμή ήταν, και δεν μπορούσε παρά να είναι, μια πολύτιμη εμπειρία ζωής τη στιγμή της εξέλιξής της.
(Roberta Valtorta)
Μέσα από τις εικόνες αυτής της μονογραφίας, της πρώτης που αφιερώνεται στο έργο του Bernard Plossu, και η οποία φορά την περίοδο 1963 έως 2006, περνά η ανάσα ενός νέου φωτογραφικού λυρισμού, μιας "απερίφραστης ηδύτητας", σύμφωνα με την περιγραφή του συγγραφέα Denis Roche.
Πε