Η επική διάσταση που διακρίνει την αντίσταση του ελληνικού λαού στα δίσεκτα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, ευτύχησε να αποτυπωθεί ποιητικά χάρη στην οξύτατη ευαισθησία της ματιάς δύο σπουδαίων φωτογράφων. Για τη μνημειακή μορφή με την οποία μας την κληροδότησαν ο Σπύρος Μελετζής και ο Κώστας Μπαλάφας, έχουν γραφεί όμως τόσο πολλά, ώστε κάθε νέα απόπειρα θα κινδύνευε να εκτροχιαστεί εύκολα ανάμεσα σε τετριμμένες επισημάνσεις και κούφια εγκώμια. Το μόνο που θα τολμούσα να προσθέσω είναι ότι εδράζεται στέρεα πάνω στις δυσπρόσιτες και δυσδιάκριτες εκείνες περιοχές όπου τα πολύτιμα ιστορικά τεκμήρια, με μαγικό περίπου τρόπο, μετουσιώνονται σε εμπνευσμένες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Ακόμα, ότι μελοποιεί τις ηρωικές πλευρές ενός άνισου αγώνα θρεμμένου κυρίως με τις υποσχέσεις της ελευθερίας που πρόσφεραν απάτητα βουνά του ελληνικού χώρου. Κάπως έτσι το συναπάντημα του ψυχικού σθένους με την καθαρότητα του ήθους μιας αμόλυντης φύσεως συνέθεσε έναν ύμνο στην ομορφιά του ανθρώπου. Εντελώς άλλης τάξεως ήταν η γενναιότητα όσων παρέμεναν τότε έγκλειστοι και ασφυκτικά περιορισμένοι μέσα σε ρημαγμένες πόλεις, με τις δυνατότητες της επικοινωνίας μηδενισμένες και εξαντλημένες τις πιθανότητες της επιβίωσης. Εκεί τα περιθώρια της αντοχής στένευαν επικίνδυνα, λιγότερο από την πείνα και περισσότερο από τις πιέσεις της εξαντλούμενης υπομονής. Τις τονωτικές προσδοκίες που καλλιεργεί η πίστη σε κάποια ιδανικά τις κλόνιζε η απειλή της παραίτησης, αλλά και το συχνό δάκρυ της αβάσταχτης πίκρας το γλύκαινε στιγμές στιγμές ένα φωτεινό χαμόγελο ενδόμυχης αισιοδοξίας. Η τραγικότητα αυτής ειδικά της πλευράς του αγώνα, για να συλληφθεί και να αποδοθεί, χρειαζόταν την τρυφερή διεισδυτικότητα και τον συγκινησιακό φορτισμό μιας γυναικείας ματιάς. Τη συγκλονιστικής της καταγραφή από τη Βούλα Παπαϊωάννου, την ελεγειακή δηλαδή θεώρηση της οδυνηρής πραγματικότητας του ιστορικού δράματος, χαρακτηρίζει εντούτοις κάτι παραπάνω απ' ό,τι θα αρκούσε, ούτως ή άλλως, για να την κατατάξει στις πιο πρωτοποριακές