O ποιητής Κ.Π. Καβάφης αποφασίζει σε ώριμη ηλικία να αφηγηθεί αναλυτικά υπό τύπον απομνημονευτικού πεζογραφήματος -ασκούμενος παράλληλα στην καθαρεύουσα-, ανακαλώντας από τα βάθη της μνήμης του, την ιστορία ενός σύντομου αλλά μοιραίου για τον ίδιο οδοιπορικού, την εποχή της διαμονής του στο σπίτι του παππού του στο βοσπορινό Νιχωράκι. Ο ίδιος είναι δεκαεννέα ετών, ο περίπατος διαρκεί λιγότερο από μία ώρα και αντιστοιχεί στην απόσταση από τα τελωνεία του Καράκιοϊ μέχρι την απέναντι παραλία του Εμίνονου δια μέσου της γέφυρας του Γαλατά.
Ο αυτοαναφορικός μονόλογος παρακολουθεί τις σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννιούνται στον νεαρό Κωνσταντίνο, τόσο από την ακαταμάχητη γοητεία που του ασκεί η παρουσία του συνομηλίκου του Ανατολίτη συνοδοιπόρου του, προκαλώντας την ερωτική του αφύπνιση, όσο, δευτερευόντως, και από τους μύθους αλλά και τη ζωή της Πόλης απ’ την οποία το γένος του εξ ολοκλήρου κατάγεται και στη σαγήνη της οποίας είχε εκείνο τον καιρό παραδοθεί.
Ο Θωμάς Κοροβίνης στο αφήγημα αυτό επιδίδεται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα άσκηση στο ύφος του Καβάφη, πράγμα που επιχείρησε παλιότερα με τον Παπαδιαμάντη ("Το αγγελόκρουσμα: Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου", Άγρα 2012) και με τον Βιζυηνό ("Το πρώτο φιλί: Ένα απόγευμα του Γιωργάκη Βιζυηνού στο χαρέμι του Αμπντουλαζίζ, Άγρα, 2015).