Όχι, ρε φίλε! Είσαι δεκαπέντε. Κι έρχονται οι βαθμοί. Έλεος. Και σου τη λένε όλοι. Μάνα, πατέρα, το ξέρω, δεν είμαι ο Μπάτμαν, ούτε καν ο Ρόμπιν. Και κανείς δεν σε καταλαβαίνει, και χαλιέσαι, και βαριέσαι, και λιώνεις στο ίντερνετ και το κινητό σου. Όχι, ρε φίλε. Έχεις χάσει εσύ το σκυλί σου για να με καταλάβεις; Νιώθεις κι εσύ ότι είσαι μόνος σου μέσα στο προαύλιο του σχολείου; Έχεις εσύ κανένα φιλαράκι, ή δε σου μιλάει ούτε το κορίτσι που γουστάρεις; Γιατί είσαι ένας μέσα σ' όλους, τι ένας δηλαδή, Κανένας. Δεν είσαι κάποιος, δεν είσαι ωραίος σαν τον Αντίνοο. Και καπάκι στέλνει μέσεντζερ η άλλη, η κολλητή. Που κι αυτή μια ζωή σού τη λέει. Μα ποιος είσαι, που όλοι σού τη λένε; Και θέλει βόλτα η μανδάμ! Στη μέση του πουθενά να βγάλει φωτογραφίες. Είναι τρελή. Και πας. Εσύ πας κι αυτή πάλι σου τη λέει. Και θέλει να σκαρφαλώσει εκείνη τη μεγάλη μάντρα. Και βοηθάς. Και ναι, πάλι σου τη λέει. Και χωρίς να το καταλάβεις, έχεις μπλέξει. Σ' έναν τόπο γεμάτο σκύλους. Μα εσύ θέλεις μονάχα τον δικό σου σκύλο. Αλλά εσένα, ρε φίλε, η τύχη δεν σε θέλει. Εδώ κοτζάμ θεός έχει βαλθεί να σε σκοτώσει. Τέτοια γκαντεμιά, να σε μισούνε θεοί και δαίμονες. Κι εσύ τρέχεις, κι άλλοι σκύλοι, κι άλλοι σκύλοι, και δοκιμασίες, και τέρατα, και θεοί και ήρωες, κι εσύ τρέχεις και κολυμπάς και πετάς άμα λάχει, μα ό,τι κι αν κάνεις τον δικό σου το σκύλο τον έχασες. Τον έχασες! Α!, ξέχασα. Τον λέγανε Άργο. Τον σκύλο. Και την τρελή σου κολλητή τη λένε Πένι, από το Πηνελόπη. Κι εσένα σε λένε Οδυσσέα. Οδυσσέα; Ε, δεν υπάρχει αυτό. Δεν υπάρχει!