Ο Υβ Λε Μανάκ έγραψε την "Κρυφή γοητεία του υλισμού" σε μια εποχή (1987) που προσπαθούσε να προχωρήσει την σκέψη του πέρα από την κληρονομιά του μαρξισμού και του κινήματος του Μάη του 68. Η διερώτηση για την ουσία του ανθρώπου δεν είναι καινούργια, ούτε αφορά τους διανοού- μενους και μόνο, καθώς μπορεί να αποκαλυφθεί σε όλους κάθε στιγμή και κάθε ιστορική εποχή. Είναι κατά κάποιο τρόπο το ερώτημα των ερωτημάτων, διότι από τις απαντήσεις που δίνονται κάθε φορά, εξαρτάται η ίδια η κοινωνική θέσμιση. Όπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογό του για την ελληνική έκδοση, "το ζήτημα της ανθρώπινης ουσίας μπήκε από τη στιγμή που κάποιοι άνθρωποι απαρνήθηκαν την ανθρωπιά άλλων ανθρώπων και τους έκαναν δούλους. Μόνο οι υποκριτές μπορεί λοιπόν να σκανδαλίζονται που παίρνουμε για πραγματικότητες τις σκιές στο βάθος του Σπηλαίου. Οι σκιές είναι σκιές, αλλά εί- ναι πραγματικές! Σκάνδαλο είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που από τα παιδικά τους χρόνια είναι αλυσοδεμένοι από τα πόδια και το λαιμό, και δεν μπορούν να γυρίσουν το κεφάλι για να δουν τον Ήλιο. Σκάνδαλο είναι όλοι εκείνοι, που είχαν την ιδέα να τους αλυσοδέσουν!". Στο επίκεντρο της πολεμικής του Λε Μανάκ βρίσκεται η προσπάθειά του να ανασυγκροτήσει έναν πειστικό ουσιοκρατικό αντίλογο στην επιστημονική αιτιοκρατία, τον μαρξιστικό υλισμό και τον φιλελεύθερο ωφελιμισμό. Το κείμενο αυτό αποτελεί αναμφίβολα μία κρίσιμη συμβολή στο διάλογο περί της ανθρώπινης συνθήκης, τον οποίο προσδοκούμε στους συγχυσμένους καιρούς που διανύουμε.