Νοστάλγησε. Να ξαναγινόταν λέει παιδί! Να ξαναγινόμασταν όλοι λέει παιδιά. Να μη γνωρίζαμε τίποτα μα να τα ξέραμε όλα, με κείνη την αγνή, παρθένα, ανεπιτήδευτη σοφία των παιδιών.
Να ξεχυνόμασταν έξω, να γεμίζαμε τον τόπο, τον κόσμο όλο, με φωνές και τραγούδια. Να σπέρναμε στο χώμα σποράκια από όνειρα, ελπίδες και πίστη για το αύριο. Να ξεχυνόμασταν που λες, με τα χέρια πλεγμένα σφιχτά αγκαλιασμένοι, να μη βρίσκουν τόπο να χωρέσουν η θλίψη και η μιζέρια. Η λαχανιασμένη ανάσα μας, να σκόρπαγε μακριά τη βρόμικη σκόνη του κόσμου, που μας πουλάει και μας αγοράζει σαν πραμάτεια στα ανήθικα παζάρια του.
Να πιανόμασταν από τα ανθισμένα ρείκια, τα σκίνα, τις σταγόνες του θαλασσινού νερού, από όλα τα καθαρά, τα όμορφα και τα πραγματικά πολύτιμα. Κόντρα σε ό,τι θέλει να μας τσακίσει, να κρατηθούμε όρθιοι, με πείσμα, ως να έρθει το καλοκαίρι.
Να μοιραζόμασταν μπουκιές ζεστό ζυμωτό ψωμί με λάδι και ζάχαρη και γουλιές νερό από αμόλυντο πηγάδι και να σταυρώναμε τα δάχτυλα, δίνοντας υπόσχεση και όρκο ιερό να μην ξεπουλήσουμε ποτέ όσα ακριβά τής πρέπουν της ζωής.