Το βιβλίο αναπτύσσει, κυρίως, τις ιδέες και τα επιχειρήματα της πρώτης γενιάς των ορντοφιλελεύθερων διανοουμένων. Η πολιτική εμπειρία των συνθηκών της Βαϊμάρης είναι ουσιώδης στη διαμόρφωση της ορντοφιλελεύθερης σκέψης. Το βιβλίο ενσωματώνει, επίσης, τις σύγχρονες ορντοφιλελεύθερες συνεισφορές που επιχειρηματολογούν στη σκιά των αρχικών αναλύσεων, όπου είναι απαραίτητο, ιδιαίτερα στην ανάλυση του ορντοφιλελεύθερου χαρακτήρα της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του με όρους του ορντοφιλελευθερισμού, ώστε να αποδείξει τη λογική του σαν μια αυταρχική πρόταση σχετικά με τις πολιτικές προϋποθέσεις της ελεύθερης οικονομίας. Συσχετίζοντας τον ορντοφιλελευθερισμό με τον νεοφιλελευθερισμό, θα είχε νόημα να ειπωθεί ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι πιο ατομικιστικός στην αντίληψή του για την ελεύθερη οικονομία, σε αντίθεση με τον πιο κρατικοκεντρικό ορντοφιλελευθερισμό. Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ ορντοφιλελευθερισμού και νεοφιλελευθερισμού του Σικάγου δεν είναι διαφορά μεταξύ δογμάτων αλλά ως προς την έμφαση, η οποία έχει να κάνει με το συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο έθεσαν ερωτήματα, όπως το τι περιλαμβάνεται στην έννοια της «ατομικής ιδιοκτησίας» και τι χρειάζεται να γίνει για να συντηρηθεί και να διατηρηθεί μια ελεύθερη οικονομία. Έτσι, αυτή η διαφορά είναι μια λεπτομέρεια, παρά μια πραγματική διαφορά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η οικονομική θεωρία, αναπτυγμένη από τους Walter Eucken, Franz Bohm, Friedrich von Hayek, Wilhelm Ropke, Alexander Rustow και άλλους, οδήγησε στην άποψη ότι «σε μία μαζική κοινωνία, η λειτουργικότητα του συστήματος των επιχειρήσεων απαιτεί την ύπαρξη ενός σαφούς πλαισίου, βασισμένου σε κανόνες».
Η οργάνωση του ανταγωνισμού είναι ένα πολιτικό καθήκον και προσδιορίζει το φιλελεύθερο κράτος ως ισχυρό κράτος, σκοπός του οποίου είναι η «αστυνόμευση της ευταξίας της αγοράς» μέσω μιας «κεντρικής αρχής, ισχυρής αρκετά, προκειμένου να διατηρήσει την τυπική ισότητα ανταλλαγής μεταξύ των οικονομικών παραγόντ