Ο αφηγητής του βιβλίου επιστρέφει στο Σπίτι Παιδιού όπου μεγάλωσε, στην Πλατανιά Δράμας, αλλά και στα γύρω χωριά. Είναι ένας τόπος ζεστασιάς, παιχνιδιού και χαράς. Εκεί το παιδί αντικρίζει τη ζωή και το θάνατο - τα μάτια του είναι αθώα.
Ανέμελα περάσματα, χωρίς την άδεια των μεγάλων στα ακατοίκητα σπίτια, με το εξαπτέρυγο στα χέρια στην εκκλησία, παίζοντας κρυφτό στα νεκροταφεία. Προσπαθεί να ξετυλίξει, μέσα από τα μισόλογα συγγενών και ξένων, τις ατομικές ιστορίες καθενός, αλλά και το περίπλοκο κουβάρι που είναι οι συλλογικές ρίζες.
"Μια Κυριακή μεσημέρι στην Προσοτσάνη, στον τάφο της γιαγιάς, η μαμά έπλενε τα μάρμαρα και πότιζε τα βασιλικά. Εγώ με τον αδερφό μου παίζαμε κρυφτό. Ένας καμούσε στο κυπαρίσσι μέχρι τα εκατό και ο άλλος κρυβόταν εκεί γύρω. Ο μπαμπάς στο αμάξι άκουγε ποδόσφαιρο απ’ το ραδιόφωνο. Ο ήλιος χτυπούσε πολύ, αλλά στο νεκροταφείο είχε πολλές κρυψώνες, αρκεί να μη σε πρόδιδε η μαμά με τα μάτια της.
Ξεκίνησε να καμάει ο αδερφός μου κι εγώ να τρέχω να κρυφτώ. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και ανέβηκα πάνω σ’ έναν τάφο. Στάθηκα ακίνητος κι έκανα με τα χέρια νοήματα στη μαμά και
στον αδερφό να ’ρθουν αμέσως. Δεν φώναζα, μόνο έκανα νοήματα στα γρήγορα [...]"