Αν ήμουν, νεκρώνει η θάλασσα τις χούφτες μου. Στις σταματημένες μου παλάμες κύλησαν τα κλειδιά κι οι ράγες μου ανισορρόπησαν στην τρέλα των βροχών.
Αν ήμουν Κύκλωπας, στις κενές μου βαλίτσες θα κρατούσα τα ακοίμητα καφενεία των σταθμών και τα ξυλοπόδαρα των φανταστικών ταξιδιών για του μεσαίωνα την αποκαθήλωση.
Αν ήμουν Πυθία, θα κάπνιζα τους αντίχειρες για την αποκάλυψη της Στιγμής, που ο πόνος μου σε θυμήθηκε στα δειλά μου μονοπάτια, με τη μαγκιά του αξεδίψαστου επιζώντα των σπαραγμών.
Αν ήμουν Τειρεσίας θα ξέπλενα τα μάτια μου στις νότες των γρύλων από κάποια καλοκαίρια που ξεχάστηκαν στον λαβύρινθο των φιλιών που δεν φιλήθηκαν - να πάψω να βλέπω που φεύγουν τα τρένα στην άβυσσο. Πανωλεθρία ο κόσμος που ταξιδεύει απών.
Δεν είμαι αξέχαστος και πλανιέμαι θίασος με βουτηγμένα μέλη σε σένα που έκλαψες στο χνώτο του σφυρίγματός μου.
Πού γέρνω, πού είμαι και πού πονάω; Το μόνο που θυμάμαι είναι που έφτασες στην αργοπορία μου.
Πού ήσουν, πού είσαι και πού πονάς; Πονέσαμε. Το μόνο που θυμάμαι είναι οι ράγες μας στ' απόβροχο των γραμμών μας.
Αν πάψω να ρωτώ, μην απορείς που χιονίζει και χάνομαι.
Κι αν πάψω να μιλώ, μην απορείς που λιώνω και βυθίζομαι.