Ο Έρασμος θεωρείται, ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του λεγόμενου χριστιανικού ουμανισμού: αυτός ανέδειξε όσο κανένας άλλος την ανάγκη της ζεύξης του αρχαίου, ελληνικού κυρίως, πνεύματος με τις Γραφές και τη χριστιανική ευσέβεια. Διέτρεξε κατά μήκος και κατά πλάτος τον ευρωπαϊκό χώρο, ξεκινώντας βόρεια από τα κολεγιακά κέντρα της Αγγλίας, την Οξφόρδη και το Καίμπριτζ, και φτάνοντας μέχρι την παπική πρωτεύουσα, σε μια προσπάθεια να καταδείξει ότι τα ηθικά διδάγματα που φωλιάζουν στα έργα της ελληνορωμαϊκής γραμματείας βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τη Βίβλο και τα κηρύγματα του Ιησού Χριστού, όπως μας τα παραδίδουν οι αποστολικές διδαχές.
Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος του πνεύματος πάσχισε σε όλη του τη ζωή να αποδείξει ότι με εργαλείο την τέχνη της φιλολογίας είναι εφικτό να αποκατασταθούν και να σχολιαστούν κείμενα της αρχαίας ελληνορωμαϊκής γραμματείας και η αυθεντική ευαγγελική παράδοση.
Δυστυχώς το έργο του δεν μελετήθηκε συστηματικά ούτε αναδείχθηκε από τους Έλληνες στοχαστές. Από τα συγγράμματα και τα δοκίμιά του μόνο το Laus Stultitiae (Μωρίας Εγκώμιον/Encomium moriae) μεταφράστηκε αρχικά στα ελληνικά από τον Κοσμά Κοκίδη και έπειτα από τον Στρατή Τσίρκα, ενώ το θέμα της ερασμικής και νεοελληνικής προφοράς σχολιάστηκε επανειλημμένα από τον Γιώργο Μπαμπινιώτη σε βιβλία και άρθρα του. [...]
Η πνευματική πορεία που ακολούθησε ο Έρασμος ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στον συντηρητικό κόσμο και τους οπαδούς της σχολαστικής παράδοσης, κυρίως από τότε που άρχισε να αμφισβητεί την εγκυρότητα κειμένων εμβληματικών για τη χριστιανοσύνη, ή μάλλον για την Αγία Έδρα, όπως η λατινική μετάφραση της Βίβλου από τον άγιο Ιερώνυμο, η περίφημη Βουλγάτα. Χαρακτηριστικά, έγραψε ο Έρασμος:
«Παρακαλώ τους συκοφάντες μου να καταλάβουν πως αφιέρωσα τα νιάτα μου μελετώντας με πάθος τα αρχαία γράμματα και με πολλά ξενύχτια μπόρεσα να αποκτήσω μια μέτρια γνώση της λατινικής και της ελληνικής γλώσσας, όχι γιατί αναζητούσα κάποια μάταιη δόξα ή για να ευφράνω με ασήμαντες χαρές το πνεύμα μου, αλ