Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ' ένα μοναδικό χωριό· τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυό πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: "Αρμονίη κόσμου παλίντροπος". Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας απ' την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποιού σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σαν σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω; [...]
Σε αντίθεση προς τους μύθους, η ελληνική ιστορία, λογοτεχνία και φιλοσοφία δε μου πρόσφεραν παρά μια σειρά από απατηλές εικόνες, συμβατικές αλλά απίστευτα έμμονες αφού, για πολλούς, εξακολουθούν να σημαίνουν Ελλάδα. Ήσαν εικόνες μιας χώρας από ερείπια, κολώνες, σωριασμένες προσόψεις και τάφους ξεκοιλιασμένους πάνω στη χλόη των δασών. Ανθρώπινα όντα κοσμούσαν συχνά αυτά τα ερείπια, αλλά είχαν την ακινησία του μαρμάρου· ντυμένα με άσπρους χιτώνες, κοίταζαν τη θάλασσα ή τον ουρανό, σε στάσεις ιερατικές, λες κι ο χρόνος, η ιστορία, η διάρκεια στην Ελλάδα να υπήρξαν απλώς μια μακρόχρονη ακινητοποιημένη ενατένιση. [...]
Ακριβώς, λοιπόν, η ουσία των όσων έμαθα στο πρώτο μου ταξίδι είναι πως η Ελλάδα εξακολουθούσε να υπάρχει. Υπήρχαν πράγματι εδώ κι εκεί ερείπια (δύσκολο και συχνά αδύνατο να τα προσεγγίσεις) αλλά κυρίως υπήρχε και ένα τόπος που λεγόταν ακόμη Ελλάδα και κατοικούνταν από Έλληνες. Κι αυτοί μάλιστα οι Έλληνες, το 1947, ήσαν παγιδευμένοι μέσα στον πολιτικό στρόβιλο, στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου. Στην Αθήνα δεν πολυμύριζε πόλεμο -είχε πια επιβληθεί μια ειρήνη- αλλά έφτανε να φύγεις απ' την πόλη, κυρίω