«Θεωρητικά, γονείς και δάσκαλοι έχουν πολλά κοινά, αφού και οι δυο προσπαθούν για το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού. Όμως, στην πραγματικότητα γονείς και δάσκαλοι ζουν σε συνθήκες αμοιβαίας δυσπιστίας και εχθρότητας. Θέλουν και οι δυο το καλό του παιδιού, αλλά είναι τόσο διαφορετική η έννοια του καλού που ο καθένας τους έχει στο μυαλό του, που η σύγκρουσή τους είναι αναπόφευκτη. Οι γονείς και οι δάσκαλοι είναι φυσικοί εχθροί (natural enemies) που ο καθένας προσπαθεί να φέρει σε αμηχανία τον άλλο» (Waller, 1932). Σήμερα, 80 χρόνια μετά, πόσο ισχύουν τα λόγια του πιο πάνω συγγραφέα; Η ύπαρξη του παιδιού, που «ανήκει» κατά κάποιο τρόπο και στους δύο, υποχρεώνει τους δασκάλους και τους γονείς να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, εκτός και αν καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια, αυτή η επαφή θα καταλήξει σε προστριβή μεταξύ των δύο μερών. Από τη μια πλευρά, οι δάσκαλοι ανησυχούν για πιθανή απειλή της επαγγελματικής τους αρμοδιότητας και εξειδίκευσης σε εκπαιδευτικά θέματα.
Έτσι, κρατούν αποστάσεις ασφαλείας όταν επικοινωνούν με τους γονείς. Οι γονείς, από την άλλη πλευρά, είναι πολύ λιγότερο μονολιθικοί στην αντίδρασή τους. Ανάλογα με την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση, κάποιοι απ’ αυτούς, οι λιγότερο μορφωμένοι, πιθανόν να νιώθουν αδύναμοι και φοβισμένοι μπροστά στους ‘‘διανοούμενους’’ και πολιτισμικά ανώτερους δασκάλους των παιδιών τους. Κάποιοι άλλοι γονείς, όμως, πιθανόν να υποτιμούν τους εκπαιδευτικούς όχι μόνο επειδή οι ίδιοι είναι πιο εύποροι, έχουν πιο καλοπληρωμένα επαγγέλματα και υψηλότερη κοινωνική εκτίμηση, αλλά και επειδή ίσως έχουν υψηλότερα ακαδημαϊκά προσόντα από εκείνους. Οι μέρες που ο δάσκαλος ήταν το πιο μορφωμένο και το πιο σεβάσμιο άτομο της κοινότητας (εκτός από τον ιερέα) έχουν περάσει! Το βιβλίο αυτό έχει στόχο να παρουσιάσει τις σύγχρονες αντιλήψεις και τα ερευνητικά δεδομένα που αφορούν την επίδραση που ασκούν πάνω στο αναπτυσσόμενο άτομο, η οικογένεια και το σχολείο, αλλά κυρίως η σχέση που τα δυο αυτά β