Βουβαμάρα εκείνο το πρωί κι άνθρωποι μουδιασμένοι. Οι πόρτες των σπιτιών κλειστές και η αλάνα ορφανή από φωνές και παιχνίδια. Μια περίεργη μελαγχολία σκέπαζε σαν σεντόνι θανάτου τις ψυχές τους. Το χαμόγελο είχε χαθεί από τα χείλη και τα κεφάλια τους, όλο και πιο πολύ έγερναν προς τη γη. Η υποψία που από μέρες γυρόφερνε στις γειτονιές, σήμερα ήταν πιο έντονη. Σαν αερικό έτρεχε από σπίτι σε σπίτι, χτυπούσε τις πόρτες, τα παράθυρα... Κάτι ήθελε να τους πει, να τους προειδοποιήσει. Κανείς όμως δεν της άνοιγε. Κανείς δεν ήθελε η υποψία να πάψει να είναι υποψία! Ένα προαίσθημα βουβό τους είχε δέσει τα χέρια πισθάγκωνα. Κι αν της ανοίξουν;
Τα χτυπήματα, όμως, στα πορτοπαράθυρα άρχισαν να γίνονται κρότοι εκκωφαντικοί. Σαν δυο τεράστια σφυριά έπεφταν ρυθμικά πάνω στο τεντωμένο πετσί της ψυχής τους ξεσκίζοντας τα σωθικά τους. Τότε ένας σκύλος άρχισε να κλαίει στην άκρη του χωριού, σαν να τον έδερναν με ματσούκι σκληρό, από ξύλο χαρουπιάς. Το κλάμα του γοερό κυλούσε στα σοκάκια, έμπαινε στα σπίτια μέσα από τις χαραμάδες κι απλωνόταν πάνω στις καρδιές τους σαν λεκιασμένο τραπεζομάντηλο σε νυφικό τραπέζι. Αυτό ήταν; Τέλειωσαν;