Ο άνθρωπος της ιστορίας μας, ένας διανοούμενος -μάλλον πενηντάρης, που φέρνει κάπως στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, ζει μόνος. Και φοβάται πολύ ότι εάν τυχόν πεθάνει πριν την ώρα του -γιατί ποτέ δεν ξέρεις-, κανείς δεν θα το(ν) ανακαλύψει. Μια ωραία πρωία λοιπόν βγάζει την πόρτα του σπιτιού και πάει και την πετάει στα σκουπίδια. Γιατί; Μα για τον απλούστατο λόγο, αφενός, ότι εάν πεθάνει πριν την ώρα του, η οσμή θα γίνει πολύ γρηγορότερα αντιληπτή. Αλλά και,αφετέρου, γιατί ο άνθρωπος της ιστορίας μας είναι εξαιρετικά περίεργος για το "πόσους ακριβώς κλέφτες μπορεί να ερεθίσει" ένα σπίτι ορθάνοιχτο, ένα σπίτι without the Door. Και για να είμαστε ειλικρινείς, καμία απολύτως σημασία δεν έχει αν όλα όσα συμβαίνουν μετά είναι εντός ή εκτός πραγματικότητας. Σημασία έχει ότι έχουν μια τρομακτική σημασία...