Tο μικρό τετράγωνο βιβλίο που μου έφερες από την Φλωρεντία είχε απέξω μία χρυσοκίτρινη πεταλούδα. Σου ζήτησα κάτι. Με ρώτησες: "Τι να σου φέρω;" Σκεπτόμουν το πέταγμα των πουλιών, το περίγραμμα στις στιγμιαίες κινήσεις με το ανεβοκατέβασμα, όταν πίσω τους φλουτάρει η γκρίζα πάχνη ανάμεσα από το φως του ηλιοβασιλέματος, τότε που φωτίζεται ανάποδα με γκρι πνιγμένο σε αίμα το κόκκινο μόλις βουτηγμένο στο μπλε. Η χρυσοκίτρινη πεταλούδα άλλαξε χρώμα ξεφυλλίζοντας τις τετράγωνες ιλλουστρασιόν σελίδες. Σταμάτησα δείχνοντάς σου ποια ήταν η δική μου: "Απέξω τα φτερά μ' ένα γκρι-μπλε τυλιγμένο σε άυλο φως - από μέσα το μπλε μεταμορφώνεται σε γκρι-πράσινο, πιτσιλισμένο με δάκρυα της πρωινής αόριστης κατάστασης της αυγής, μέσα στα άγνωστα δάση που περπατάμε στις πορείες της αφαίρεσης". Το επόμενο πρωί φόρεσα την τεράστια γκρι καρφίτσα-πεταλούδα που είδαν οι άγγελοι το βράδυ της Παναγιάς. Την είδες και έστειλες πράσινους προβολείς.