Η εικοστή τέταρτη ραψωδία, η τελευταία της «Οδύσσειας», προκάλεσε πολλές επιφυλάξεις. Από τα αλεξανδρινά κιόλας χρόνια κάποιοι τη θεώρησαν παραπανίσια και επείσακτη. Πρόκειται όντως για ιδιόρρυθμη ραψωδία, τόσο ως προς τα θέματά της όσο και ως προς τον συντακτικό της τρόπο. Δύο στοιχεία της τουλάχιστον σκανδαλίζουν: αφενός ο επαναληπτικός αφετέρου ο περιληπτικός της χαρακτήρας -ενδείξεις για ορισμένους μελετητές συνθετικής αμηχανίας ή και αδεξιότητας. Το κρίσιμο ωστόσο ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι άλλο: κατά πόσον η εικοστή τέταρτη ραψωδία, ως έχει, κρίνεται υποχρεωτική, αναγκαία δηλαδή κατάληξη και λύση του οδυσσειακού μύθου και της οδυσσειακής πλοκής. Αν ισχύει αυτός ο όρος, τότε οι όποιες ιδιορρυθμίες της μπορεί να είναι αποφασισμένες, επομένως αφηγηματικά αποτελεσματικές. Εξάλλου τόσο η επανάληψη όσο και η περίληψη αναγνωρίζονται ως συντακτικοί τρόποι γενικότερα στην αφήγηση της «Οδύσσειας». Τυπικό παράδειγμα επανάληψης αποτελεί ο αναδιπλασιασμός των θεών αγοράς στην αρχή της πέμπτης ραψωδίας, ενώ έχει προηγηθεί η ιδρυτική θεών αγορά αμέσως μετά το διπλό προοίμιο της πρώτης ραψωδίας. Αντιστοίχως τυπικό παράδειγμα περίληψης εντοπίζεται στους Μικρούς Απολόγους της εικοστής τρίτης ραψωδίας, όπου, σε ελάχιστους στίχους και με αριστοτεχνικό τρόπο, συμψηφίζονται τα κεφάλαια των Μεγάλων Απολόγων, διεκταμένων σε τέσσερις ολόκληρες ραψωδίες (ι-μ). Τούτο σημαίνει ότι επανάληψη και περίληψη όχι μόνον δεν αποκρούονται στη σύνθεση της Οδύσσειας, αλλά κατά περίπτωση επιδιώκονται, ως συστατικά στοιχεία της παραδοσιακής επικής τεχνικής, την οποία ο ποιητής της «Οδύσσειας» υποδέχεται στο δικό του έπος για να επιδείξει και σε τούτο το πεδίο την προσωπική του δεξιοτεχνία. Άσκηση που πιστοποιείται και στον χειρισμό πολλών άλλων τυπικών σκηνών, οι οποίες επαναλαμβανόμενες διαστίζουν απαρχής μέχρι τέλους την «Οδύσσεια».