Καθώς ο ορισμός της μειονότητας είναι ακόμη ρευστός, χωρίς αισιόδοξες προβλέψεις για μια γενική αποδοχή βραχυπρόθεσμα, κάθε πληθυσμιακή ομάδα που διαφέρει σε ορισμένα ή σε όλα τα χαρακτηριστικά από την κυρίαρχη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μειονοτική, όχι από την πλευρά της κοινωνιολογικής προσέγγισης, αλλά της διεθνονομικής, και με την κατάλληλη μεθοδευμένη πολιτική να καθερωθεί-αναγνωριστεί ως τέτοια. Τα αντικειμενικά έτσι κριτήρια που ανά διαστήματα έχουν υιοθετηθεί στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών ή άλλων διεθνών θεσμών, ενισχύονται ή καταρρίπτονται κατά περίπτωση, ενώ η αγνή αντικειμενικότητα νοθεύεται από πολύροπες τάσεις και επιδιώξεις αξιοποίησης-χειραγώγησης αυτών των ομάδων. Το υποκειμενικό από την άλλη πλευρά κριτήριο του αυτοπροσδιορισμού, που προβάλλεται από θεσμούς και πρόσωπα, χωρίς διευκρινιστικές παραγράφους, αιωρείται αίολα στον χώρο για να ενισχύει θέσεις και καταστάσεις. Καθώς η ύπαρξη μιας μειονοτικής ομάδας δε συνιστά μονομερή υπόθεση αλλά είναι σχέση τριμερής -μειονότητα, κράτος, κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα- δικαιώματα και υποχρεώσεις πρέπει να βρίσκονται σε ευθεία αναλογία. Η διατάραξη της ισορροπίας πάντοτε προβληματίζει. Η ύπαρξη εξάλλου και κατ' επέκταση η αναγνώριση μιας νέας παραπέμπει σε ζητήματα που διαχρονικά - έως και πρόσφατα- απασχολούν, όχι ευχάριστα, τη διεθνή κοινότητα. Οι θέσεις έτσι που οι τρίτοι υιοθετούν στο πλαίσιο των ετήσιων αναφορών τους, θέσεις που υπαγορεύονται από αμέριστο ενδιαφέρον για την προστασία των δικαιωμάτων των αναγνωρισμένων μειονοτικών ομάδων αλλά και όσων επιδιώκεται - επιδιώκουν να καθιερωθούν και να αναγνωριστούν ως τέτοιες, είναι εμφανές ότι ενέχουν έναν βαθμό επικινδυνότητας. Εάν δε ο βαθμός αυτός πλησιάσει το όριο να απειλούνται ή επιεικώς να θίγονται εθνικά συμφέροντα, οι θέσεις αυτές μπορεί να θεωρηθεί ότι, έστω και έμμεσα, συνιστούν ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας στην οποία απευθύνονται. Ειδικότερα σε ότι αφορά την Ελλάδα θέσεις που υιοθετούνται και αναφέρονται σε "μακεδον