Η αγωνιώδης και υπαινικτική αφήγηση του Σαµ Σέπαρντ ξεκινά µ’ έναν άνδρα στο σπίτι του, το χάραµα, ο οποίος περιστοιχισµένος από λεύκες και τα µακρινά ουρλιαχτά των κογιότ διαπλέει ήρεµα την απόσταση µεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Σταδιακά, οι µνήµες τον κυριεύουν όλο και πιο πολύ: νοερά βλέπει τον εαυτό του σε τροχόσπιτο κινηµατογραφικού συνεργείου, το νεανικό του πρόσωπο τον κοιτάζει από έναν καθρέφτη πλαισιωµένο µε φωτάκια. Στα όνειρα και στα οράµατά του βλέπει τον νεκρό πατέρα του, βλέπει τη χαµένη Αµερική της παιδικής του ηλικίας και, πιο εµµονικά, τη νεαρή ερωµένη του πατέρα του, µε την οποία τα έµπλεξε και ο ίδιος, πυροδοτώντας έτσι µια τραγωδία που τον ακολουθεί ακόµα...
Το θεατρικό τέµπο, η ποιητική γλώσσα και το τραχύ χιούµορ αναµειγνύονται σ’ αυτόν τον συναρπαστικό στοχασµό πάνω στη φύση της εµπειρίας, έναν στοχασµό θριαµβικό και συγχρόνως αλλόκοτα ονειρικό, σπαραχτικό και αξέχαστο.