Η παρούσα μελέτη αναφέρεται στα δύο πρώτα είδη ομαδικής ασφάλισης που πρωταγωνιστούν στην ελληνική ασφαλιστική αγορά και αφορούν δυο περιπτώσεις ευπαθούς ασφαλισμένου, όπως είναι αφενός ο εργαζόμενος, αφετέρου ο πελάτης της τράπεζας. Σκοπός είναι να αναδειχθεί η ανάγκη προστασίας του εργαζόμενου ως ασφαλισμένου και στο πλαίσιο πλέον του Ασφαλιστικού Δικαίου.
Η ανάγκη αυτή καθίσταται επιτακτική στις ημέρες μας όχι μόνο λόγω των κοινοτικών εξελίξεων, που επιβάλλουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις στα κράτη μέλη σε επίπεδο ΕΕ, όπως στην περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, αλλά και λόγω της διαφαινόμενης ενδεχόμενης αδυναμίας του Εργατικού Δικαίου να προστατέψει στο μέλλον πλήρως τον εργαζόμενο λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και των αλυσιδωτών συνεπειών της.
Επίσης ενδιαφέρον προκαλεί η περίπτωση του bankassurance λόγω της δυναμικής που εμφάνισε κατά την είσοδό του στην ελληνική ασφαλιστική αγορά μόλις στη χαραυγή του 21ου αιώνα χωρίς να έχει τύχει για το λόγο αυτό ουσιώδους νομολογιακής διάπλασης.
Πάντως και στα δυο είδη ομαδικής ασφάλισης που αναφέρεται η παρούσα μελέτη καταβάλλεται προσπάθεια να τονισθεί η ανάγκη προστασίας του ασφαλισμένου και μέσω του δικαίου προστασίας του καταναλωτή, διότι αυτός ως τελικός αποδέκτης της υπηρεσίας έχει πάντα την ιδιότητα του καταναλωτή.
Μια τέτοια δυνατότητα θα νομιμοποιήσει τον ασφαλισμένο ως καταναλωτή να επιδιώξει την ακύρωση ενδεχόμενων καταχρηστικών ρητρών του ομαδικού ασφαλιστηρίου, ώστε με την ακύρωσή τους να επιδιωχθεί η τήρηση εκ μέρους του ασφαλιστή χωρίς αποκλίσεις των δεσμεύσεών του που ανέλαβε από το ομαδικό ασφαλιστήριο.
Προς αυτήν άλλωστε την κατεύθυνση μόλις άρχισε να διαμορφώνεται η ελληνική νομολογία που μέχρι σήμερα αφορά μόνο την περίπτωση του bankassurance.