-Θεέ μου, εγώ με που 'λεγα, πως δεν ήθελα να ξαναδώ άντρα; Και ποιος μου λέει πως αυτός με θέλει στο ελάχιστον και όχι εξ ανάγκης; Σάμπως εμείς δεν του δώσαμε αυτή τη λύση του λευκού γάμου για το χατίρι του παιδιού; Τώρα όμως αυτή η προσμονή όταν λείπει κι αυτό το δάγκωμα που νιώθω σαν ξανάρχεται τι είναι; Για το χατίρι του παιδιού; Μα το παιδί το 'θελες εσύ Κατερίνα, και έτσι δέχτηκες και τον Μανουήλ, αυτόν τον άγριο, τον Σαρακηνό όπως τον χαρακτήρισες, σαν τον είδες ένα χρόνο πριν στη βάρκα. Κι αν μάθει για τη ζωή που 'κάνες παλιά, πώς να σε εμπιστευθεί;
-Να μ' εμπιστευθεί; μονολογούσε πάλι, να μ' αγαπήσει θέλω. Άσ' τον Φωτεινή σ' εμένα, μου το χρωστάς χάρη, για τον Αιγέα στο κάτω-κάτω.