Η λέξη δεοντολογία προέρχεται από τη λέξη δέον (γενική δέοντος) του ρήματος δει (που σημαίνει πρέπει, αρμόζει, είναι αναγκαίο) και τη λέξη λόγος. Δεοντολογία, επομένως, σημαίνει "διεξαγωγή έργου ή εξάσκηση επαγγέλματος σύμφωνα με τους νόμους, τους ηθικούς κανόνες ή το εθιμικό δίκαιο" Με άλλα λόγια είναι το σύνολο των κανόνων και αρχών που πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά ενός επιστήμονα στις επαγγελματικές του σχέσεις με τους συνανθρώπους του, τους συναδέλφους του και όσους συναναστρέφεται κατά την άσκηση του επαγγέλματός του. (Από την εισαγωγή του βιβλίου)