Η φωνή του πιλότου μας καλωσόριζε στο αεροπλάνο και μας ευχόταν καλό ταξίδι. Ο φόβος μου μετά την απογείωση καταλάγιασε κι άρχισα να χαλαρώνω. Το προηγούμενο βράδυ δεν είχα καταφέρει να κοιμηθώ. Ένα τηλεφώνημα στις δύο το πρωί με πέταξε από τον ύπνο και με κράτησε άυπνο μέχρι το πρωί. Ο φίλος μου ο Ηλίας με είχε πάρει για να μου ανακοινώσει πως η Αντιγόνη είχε πέσει θύμα απαγωγής. Η Αντιγόνη! Είχα να τη δω σχεδόν ένα χρόνο, δεν είχε περάσει όμως ούτε ένα λεπτό χωρίς να τη θυμηθώ. Και τώρα βρισκόταν σε κίνδυνο κι εγώ πήρα το πρώτο αεροπλάνο και τράβηξα για το νησί. Αναρωτήθηκα πολλές φορές πόσο οι άνθρωποι είμαστε κύριοι της ζωής μας, της τύχης, του πεπρωμένου μας. Είχα ερωτευτεί και ξε-ερωτευτεί πολλές φορές στη ζωή μου, τι είναι αυτό που με έδεσε τόσο με την Αντιγόνη; Το γεγονός άραγε ότι η καρδιά της ανήκε σε άλλον; Ακούμπησα το κεφάλι στην πλάτη του καθίσματος, έκλεισα τα μάτια και το μυαλό μου πέταξε για λίγο στον καταιγισμό των γεγονότων που έγιναν αιτία να τη γνωρίσω... και να την αγαπήσω.