Το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Σαλτερή, είναι ένα σύγχρονο έργο που διαδραματίζεται σε μια συνοικία του Πειραιά, αλλά και σ’ ένα Κυκλαδίτικο νησί. Μέσα από κάποια παλιά γράμματα του παππού του ήρωά του, Αλέξανδρου, μεταφερόμαστε στη Μασσαλία και στη Γερμανία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εποχές, τα πρόσωπα και η γλώσσα εναλλάσσονται και οι περιγραφές ρέουν αβίαστα.
Η αφήγηση ξεκινά σε μια βεράντα και καταλήγει πάλι εκεί, όπου ο Αλέξανδρος συνειδητοποιεί ότι από τη Γνώση δεν υπάρχει επιστροφή στην Άγνοια. Δεν υπάρχει αντίστροφη πορεία, το κόστος της Γνώσης είναι η απώλεια της Ασφάλειας, το ταξίδι το ίδιο, η ζωή μας.
"Ο Αλέξανδρος με τη στάση, τις ενέργειες και τις παραλείψεις του επέτρεψε να γίνει έρμαιο στις αποφάσεις των άλλων.
Έρχεται όμως η στιγμή, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης αρχαίου δράματος, που η γυναίκα του Σοφία τον εγκαταλείπει απρόσμενα και η ρουτίνα της καθημερινότητάς του μοιάζει να μην αποτελεί πια κάτι δικό του, ένα αναπόσπαστο μέρος του είναι του, κάτι που δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό.
Η ανεξιχνίαστη δολοφονία του πετυχημένου, δίδυμου αδελφού του Άλκη, η αποκάλυψη ότι δεν είναι ο
βιολογικός πατέρας του γιου του, η αισχρή προδοσία του Νικηφόρου, παλιού -συντρόφου- του, η σεξουαλική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τη Μελίνα, την επιστήθια φίλη της γυναίκας του, η ανακάλυψη ενός πακέτου φωτογραφιών, ξεχασμένων από τις αρχές του περασμένου αιώνα είναι μερικά από τα γεγονότα που διαδέχονται τη φυγή της Σοφίας και τον ωθούν να ξεκινήσει - έστω κι αργά - το ταξίδι της ζωής του. Το ταξίδι που ανέβαλε χρόνια, προσκολλημένος στην προκυμαία, φορτώνοντας το πλοίο του άχρηστες πραμάτειες, καθιστώντας το αδύνατο να αποπλεύσει.
Είναι, λοιπόν, οι άλλοι -η Σοφία, ο Άλκης, ο Νικηφόρος, η Μελίνα- που ο καθένας με τον τρόπο του και
χωρίς τη θέλησή τους τον απαλλάσσουν από το έρμα, τον ελάφρυναν και τώρα, επιτέλους, είναι έτοιμος να σαλπάρει. Η Μήδεια, η βάρβαρη, το τόλμησε δύο φορές θυσιάζοντας ό,τι πολυτιμότερο είχε, ματώνοντα