Η εκθεμελιωτική οικονομική κρίση που βιώνουμε υπακούει σε μεγάλα διεθνή ρεύματα αλλά αποτελεί παράλληλα συνέπεια και κορύφωση της παρασιτικής ένταξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στη Δύση. Αυτή ολοκληρώθηκε στη διάρκεια μιας μακράς ιστορικής διαδρομής, που ξεκινά από τον... 11ο αι., όταν ο βυζαντινός ελληνικός κόσμος άρχισε να υποτάσσεται οικονομικά στη Βενετία και τη Γένοβα. Σταθμοί σε αυτή την πορεία απώλειας της αυτονομίας μας υπήρξαν αρχικώς η κατάκτηση και ο διαμελισμός του Βυζαντίου, μετά το 1204, η Άλωση του 1453 και, εν συνεχεία, μια ατελής και ανολοκλήρωτη εθνική χειραφέτηση.
Μέσα από τη διαρκή οικονομική πίεση της Δύσης και την επεκτατική παρουσία της τουρκικής Ανατολής, η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να μετεξελιχθεί σε έναν αυτόνομο παραγωγικό πόλο. Tο ελληνικό κοινοτικό και εταιριστικό παραγωγικό μοντέλο αποσυντέθηκε και οι άρχουσες τάξεις της προσδέθηκαν παρασιτικά στη Δύση, ως μεταπράτες προϊόντων, ιδεών, προτύπων.
Οι επανειλημμένες απόπειρες για οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση, κάθε φορά, σκόνταφταν σε αυτή τη διπλή πίεση. Αυτή ακριβώς τη μακρόσυρτη διαδικασία συγκρότησης και αποδόμησης θα αποκαλέσει "καημό της ρωμιοσύνης" ο Κωστής Μοσκώφ.
Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων της ελληνικής Αναγέννησης, από το 1700 έως το 1922, ο ελληνισμός αναπτύσσεται γοργά και στο οικονομικό πεδίο. Επιλέγοντας ορισμένες προνομιακές "στιγμές", τη ναυτοσύνη, τη Μοσχόπολη, τα Αμπελάκια, την "άγρια ανωμαλία" του αυτόκεντρου σαμιακού μοντέλου, τη Διασπορά και το "χιακό δίκτυο", τους Φαναριώτες και τον ρόλο τους, προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις διαδικασίες της άνθησης και ταυτόχρονα τις αιτίες της μεταπρατικής υποστροφής. Μια υποστροφή που βρίσκεται στο υπόβαθρο της σημερινής καθολικής κρίσης του παρασιτικού οικονομικού μοντέλου στην Ελλάδα.
Όταν οι Έλληνες δοκίμασαν να συγκροτήσουν μια κρατική δομή, με την Επανάσταση του ’21, προσέκρουσαν στην αντίθεση τόσο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και των δυτικών δυνάμεων, που δεν επιθυμούσαν τη συγκρότηση ενός νέ