Εκείνο το πρωινό, που ο ουρανός είχε γεμίσει μαύρα σύννεφα κι ετοιμαζόταν για τις πρώτες ψιχάλες, τράβηξα για τους ανεμόμυλους. Ο ήλιος ίσα που φαινόταν πίσω από τα πυκνά σύννεφα. Οι ακτίνες του ίσα που ζέσταιναν τον ξερό τόπο και με θάρρεψαν να ξεκινήσω.
Η κουφόβραση πύρωνε τις πέτρες και το τσιμέντο, χωρίς να υπάρχει κάτι να δροσίσει και να με φυλάξει από την τυχαία βροχή. Ήθελα να φτάσω ως εκεί, να βρεθώ με τη σκιά μου και να εξομολογηθώ κάπου, να μιλήσω με το Ανώτερο, το Ανώτατο, κάπου τέλος πάντων να φωνάξω. Να ακούσω τη φωνή μου που ερχόταν από πέρα, ούτε ξέρω από πού. Ας ήταν να βραχώ, ας ήταν να κολλήσουν τα ρούχα πάνω μου.
Έπρεπε να τα πω εκεί, στους ανεμόμυλους...