Στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι από μαύρο μαόνι, αλλά και στο ξύλινο πάτωμα, παντού ήταν στιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο χιλιάδες βιβλία, χωρίς καμμιά μεθοδολογία και τάξη. Ξεχώρισα τους "Πανδέκτες" τού Ιουστινιανού και τις "Νεαρές", δίπλα στους "Πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου", του Φλωμπέρ. Οι "Βρυκόλακες" του Ίψεν κοιμόντουσαν πάνω στην "Παρακμή της δύσης" του Σπένγλερ, και ο "Δον Κιχώτης" του Θερβάντες ακουμπούσε την πονεμένη απ' τις ξυλιές ράχη του, στις "Ελεγείες του Ντουΐνο" του Ρίλκε.
Το "Εγκώμιον του εγκλήματος" του Μαρξ, το "Εγκώμιον της Μωρίας" του Εράσμου και το τελευταίο βιβλίο της καθηγήτριας Φραγκοπόδη, γνωστής οπαδού της ερασμιακής προσφοράς, ήταν δεμένα μαζί, με κόκκινη μεταξωτή κορδέλλα εισαγωγής. Το "Δεύτερον δάνειον της ανεξαρτησίας" του Τάσου Λιγνάδη, ήταν εκεί, νεκραναστημένο, μπροστά στα μάτια μου. Οι "Επιστολές" του Ιουλιανού και ο "Δεκαπενταετής πλοίαρχος" του Βερν, έστεκαν σεμνά, παράμερα. Το "Εγκώμιο της σκιάς" του Μπόρχες και η ογκώδης "Βίβλος του Τειρεσία", κοινή έκδοση των δώδεκα μεγαλύτερων τραπεζικών ιδρυμάτων, ήταν μαζί, δεμένα σε τόμο. Ακόμη διέκρινα...