Όσο κοιτούσε το καλογραμμένο, σαν δώρο ενός άδικου θεού, πρόσωπο του φίλου του, τόσο πιο αντιπαθητικό του φαινόταν. Αυτό το γνώριμο πρόσωπο, που είχε μάθει τόσα χρόνια να το αντικρίζει σαν κάτι αυτονόητο – άγουρο κάποτε, με τον ίουλο μιας πρώιμης, επιτυχημένης εφηβείας (πολύ πιο πρώιμης και πολύ πιο επιτυχημένης από του Θανάση) και τώρα χαραγμένο με τις ρυτίδες μιας διεφθαρμένης ωριμότητας που βούρλιζε τις γυναίκες, ώριμες και ανώριμες – αυτό το πρόσωπο έγινε ξαφνικά αποκρουστικό και, το κυριότερο, έπαψε μεμιάς να του είναι οικείο. Ήταν το μούτρο ενός ξένου, που μια αδιάφορη μοίρα το είχε μπλέξει αξεδιάλυτα με την ιστορία της ζωής του χωρίς να κάνει τον κόπο να τον ρωτήσει. Ένιωσε ότι έπρεπε να ξεμπερδεύει μια και καλή με αυτόν τον άγνωστο που τόσα χρόνια υποδύεται τον παιδικό του φίλο.