Κοίταξε το ημερολόγιο. Κόντευε επισήμως να σημάνει η ώρα της άνοιξης. Το ίδιο πρωί είχε δει τη φύση καταπράσινη, τις μαργαρίτες ανθισμένες, τις παπαρούνες να λικνίζονται φλερτάροντας με τον ολοζώντανο άνεμο, έναν άνεμο ήπιο, καλοσυνάτο.
Η νύχτα όμως ήταν γυμνή, γυμνή και άφαντη. Ζούσε κάθε φορά που ήταν η ώρα της να πλησιάσει το κενό της. Κοίταζε από απόσταση το ρούχο της. Το ρούχο μιας ανοιξιάτικης νύχτας που επαναλαμβανόταν πανομοιότυπα επί χρόνια.
Το ρολόι της φύσης σύντομα θα σήμαινε ισημερία κι εκείνη θα έπρεπε ως τότε να αποφασίσει σε ποια πλευρά του χρόνου μπορούσε να σταθεί…
Δεκαπέντε διηγήματα με το όραμα και τη νοσταλγία μιας Άνοιξης…