"Είμαστε η Bic Generation" λέω, η πρώτη γενιά μετά το 1945 που υπηρετεί με διαφορετικά υλικά και τρόπο το σχέδιο. Με το bic δεν ξεμένεις, το βρίσκεις παντού, είναι ένα καθαρό υλικό και εξαντλεί μια γραφή περισσότερο γραμμική παρά τονική. Με εξυπηρέτησε, ιδιαίτερα στην Τυφλή Ζωγραφική, όπου καθώς άδειαζα όλο το μελάνι για να σύρω το στυλό πάνω στο καρμπόν, ώστε να εξαφανίσω και την τελευταία πιθανότητα να βλέπω τις γραμμές, ερχόταν στον νου μου η προετοιμασία απελευθέρωσης του Σαμάνου.
Στα χρόνια του '70 νομιμοποιούνται οι εικαστικές εφαρμογές πέραν των ορίων, με συνταγές απεξάρτησης που φτάνουν έως σήμερα και η ζωγραφική μόνο ως ιστορική αναφορά μπορεί να θεωρηθεί. Δεν πρόκειται για το πιθανολογούμενο τέλος της, αλλά τι απέγινε το σχέδιο; Απελευθερώθηκε, νομίζω, από τη ζωγραφική, την οποία υπονόμευσε ο εναγκαλισμός της με όλα τα κινήματα και τις συνεχείς αλλαγές, όχι πάντοτε επί της ουσίας αλλά εξαιτίας της κουζίνας, της ακαδημίας των υλικών και εργαλείων που της κληροδότησε η Αναγέννηση. Αυτή υπήρξε η συνεχής "εκπόρνευση" της ζωγραφικής.
Η υπερπαραγωγή εικόνων δημιουργεί σύγχυση, απαγορεύει την επισήμανση του ίχνους. Η νεωτερικότητα "δεν οδήγησε σε μεταστοιχείωση όσων αξιών είχαμε ονειρευτεί", ούτε βέβαια η πρωτοπορία, και δεν ευθύνεται ο Malevich ή ο Kandinsky για τη σημερινή δυστοκία των εικόνων, ούτε ο Μαρξ για τα ολισθήματα της αριστεράς. Φταίει ο εξοβελισμός της σιωπής και η ναυτία του χρόνου που επιβάλλεται στις εικόνες και στα μηνύματα που ρέουν συνεχώς με ξέφρενους ρυθμούς. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)