Σαλόνι Δεύτερης Θέσης, με αεροπορικά καθίσματα. Ένα δωμάτιο καθοδόν είναι αυτό που βλέπουμε στον πίνακα του Edward Hopper.
Το δωμάτιο/βαγόνι είναι τρύπιο, δεξιά κι αριστερά του επιτίθεται, από τα παράθυρα, το φως. Το πάτωμα έχει λεκιάσει, ήλιος εσωτερικού χώρου έχει καταλάβει το πάτωμα. (Τα λεκιασμένα δωμάτια δίνουν και παίρνουν στον Hopper). Στο τέλος της ζωής του, ο ήλιος εσωτερικού χώρου έγινε το αγαπημένο θέαμα του Hopper. (Τα ανθρωπάκια του λιάζονται μέσα στα σπίτια τους). Τι ρόλο παίζει η κλειστή κρυφή πόρτα; Κρύβει τον καπετάνιο; Αποκαλύπτει μια είσοδο κινδύνου; Ακυβέρνητο το πουθενά; Οι επιβάτες ίσως είναι μόνοι, μόνοι βρεθήκαν περικυκλωμένοι από το φως. Και οι δύο κυρίες έχουν παίξει σε άλλους πίνακες, όπου έχουν υπάρξει επαγγελματίες θεατές - έχουν πληρώσει εισιτήριο για να δουν. Η μία εδώ αντάλλαξε το φως με ένα καλό βιβλίο. Οι άδειες θέσεις δεν είναι κενές, είναι οι δικές μας.
Ο καλλιτέχνης είναι πεπεισμένος ότι το έργο που φέρει την υπογραφή του είναι ολότελα δικό του, και να, που εκεί πάνω, βρίσκει αντιμέτωπο τον θεατή. Κάθε φορά που τα μάτια του θεατή αγκιστρώνονται μέσα στο έργο τέχνης - αγκιστρώνονται σημαίνει δύο πράγματα ταυτόχρονα: ρίχνουν άγκυρα και πιάνονται στ' αγκίστρι. Κάθε φορά λοιπόν που τα μάτια του θεατή αγκιστρώνονται μέσα στο έργο τέχνης, το έργο τέχνης αφυπνίζει αισθήσεις και νου του θεατή. Κι αυτός αρχίζει να γεννοβολά λέξεις... Πόσο ασφαλές νόμισμα είναι όμως οι λέξεις; Μπορούμε να βασιστούμε πάνω τους χωρίς να σωριαστούμε μαζί τους;
Ένα κουρέλι είναι πια η γλώσσα για τον Heidegger, ένα μαζικό μέσο μεταφοράς, αδέσποτο, που χρησιμοποιούμε τυχαία, αδιάφορα και μηχανικά - κάπως όπως το τραμ. Οι λέξεις αποβλακώνουν, για τον Nietzsche, κάνουν το πρωτόγνωρο κοινότυπο.
Μία φορά στο "Συμπόσιο" κι άλλες δυο φορές στο "Σοφιστή" επανέρχεται ο Πλάτων στον ορισμό της ποίησης, δηλαδή της δημιουργία, ως μετάβασης από το μην ον στο ον, από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Τι μπορεί όμως να σημαίνει ότι η τέχνη προέρχεται από το μηδέν;
Ex nihilo nihi