Η ΑΠΟΙΚΙΑ ΙΙ
Με προσκάλεσες με σπονδές, Απουσία, να ορίσω τη γη της δικαιοδοσίας σου. Κι εγώ, ντυμένος κουρέλια περπάτησα σε χιονισμένες εκτάσεις, σε λεηλατημένες πεδιάδες και τάφρους θραυσμένων αγγείων, πρόδωσα τη γενιά μου. Κατέστρεψα γιορτές επηρμένων ξοδεύοντας χρυσάφι για να πάρω πίσω αυτό που εκ γενετής σου ανήκε: την περιφρόνηση και την καταισχύνη σου. Τώρα, λοιπόν, να η γη σου, βεβήλωσέ την, αν θες. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα υποστατικά, οι δήθεν απόρθητες ακροπόλεις· όλα δικά σου, εκτεθειμένα στην παταγώδη αποτυχία τους. Τους αξίζει κάθε διασυρμός, η σκληρότερη γελοιοποίηση. Οι στοές.
Με προσκάλεσες απ' την έρημο, Απουσία, και με δίδαξες τα δικαιώματά σου: τα γηρατειά, την αρρώστια, τον θάνατο. Την άγρια θλίψη και την έσχατη κρίση. Τρώω το χώμα που μ' έφτιαξες και σου επιστρέφω τρεις ολομέθυστες λέξεις να ξαναρχίσουμε: φιλευσπλαχνία, εμπιστοσύνη, αγάπη. Δικές σου είναι κι αυτές· μην τις αφήσεις να ξεραθούν περιφρονημένες μέσα στο στόμα μου. Κάνε τις περιστέρια και θα γυρίσουν κρατώντας στα ράμφη τους χλωρά φύλλα ελιάς, όπως τότε. Κάνε τις πουλιά, κάψε μόνον εμένα.