Μετά την εμφάνιση του καλλιτέχνη ως συνειδητά δρώντος υποκειμένου, το ζων ανθρώπινο κορμί βρίσκεται πάντοτε στο επίκεντρο των προσπαθειών του να αναπαρασταθεί με έμφαση σε διαφορετικά στοιχεία κάθε εποχή. Οι ανάγκες λογουχάρη του νεολιθικού καλλιτέχνη περιορίζονται στην ανάδειξη χαρακτηριστικών μερών του σώματος, όπως τα στήθη και η Κοιλιά, στην επισήμανση της θέσης του κεφαλιού, ενίοτε των ματιών, του αφαλού ή των χεριών, και τέλος στην περιγραφή της στάσης: όρθια χαλαρή, όρθια με "λόρδωση" ή καθιστή.
Με την ίδια περίπου πλαστική αντίληψη, αλλά με απαιτήσεις περισσότερο εξελιγμένες, συναντούμε τον γλύπτη και τον ζωγράφο της εποχής του κυκλαδικού πολιτισμού κάποιες χιλιετίες αργότερα. Ώσπου στην κλασική "αποθέωση" του κορμιού ο καλλιτέχνης επιμένει στις ανατομικές λεπτομέρειες - ακόμα και στη διαγραφή των φλεβών κάτω από την επιδερμίδα -, κυρίως όμως στην έκφραση της εσωτερικότητας του μοντέλου με την αποτύπωση του μειδιάματος ή του σμιξίματος των φρυδιών που προϋποθέτουν ανατομική γνώση της λειτουργίας των μυών του προσώπου. Ο επικοινωνιακός χαρακτήρας των δυτικών τεχνουργημάτων ανατρέπεται εκ νέου φθάνοντας σε θρησκευτικά κωδικοποιημένες αποτυπώσεις του ανθρώπινου σώματος και των εκφράσεων του. Με την εικαστική και πλαστική έκρηξη όμως από την Αναγέννηση και μετά οδηγούμαστε, από την περίπου σχολαστική προσήλωση του καλλιτέχνη στις γνώσεις για την ανατομία του κορμιού, στην ακαδημαϊκή αντίληψη (στα τέλη του προηγούμενου αιώνα) της διδασκαλίας της καλλιτεχνικής ανατομίας.