Ο Στάθης ξεκλείδωσε κι έσπρωξε την πόρτα. Σκοτάδι τον κύκλωσε. Άνοιξε το φως. Το διαμέρισμά του ήταν ανάστατο, όπως το είχε παρατήσει νωρίτερα. Βρώμικες κάλτσες γαντζωμένες στην καρέκλα, ξέστρωτο κρεβάτι, άπλυτα πουκάμια ριγμένα στο πάτωμα, λεκιασμένες κουρτίνες, λερωμένα σεντόνια και μαξιλαροθήκες στο τραπέζι που έτρωγε, στοίβα τα πιάτα στον νεροχύτη της κουζίνας. Ο εαυτός του ήταν παντού στο διαμέρισμα, βρώμικος και εγκαταλελειμμένος. Ένιωσε αηδία. Σφίχτηκε. Ήθελε να ξεσπάσει. Θα του ήταν λυτρωτικό να κλάψει. Δεν το επέτρεπε όμως στον εαυτό του, γιατί ήξερε πως θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια. Εξάλλου, η καρδιά του από το ζόρι και την κόκα είχε γίνει σαν γρανίτης σκληρή. Δεν μπορούσε να πάει άλλο αυτή η κατάσταση. [...]