"Η σιλουέτα της είναι τώρα απόμακρη. Κι οι εικόνες και οι σκέψεις για τον κύκνο περνούν αυτόματα μέσα του γρήγορα, σκόρπια, τον ταράζουν. Στον ουρανό μαζεύτηκαν σύννεφα κι έκρυψαν τον ήλιο κι η θάλασσα μένει απότομα ακίνητη σαν λίμνη. Το πρόσωπό της αντίκρυ στο ψυχρό πουλί τον βασανίζει βαθιά όσο κι η ασταμάτητη επιθυμία του για εκείνη. Το να την έχει, να την κρατά και να την γνωρίζει ίσως είναι το αποτέλεσμα μιας σπάνιας σύμπτωσης. Μια μέρα μπορεί να ξυπνήσει από τ' όνειρο και θα τού την έχουν πάρει. Σαν να διαισθάνθηκε τη σκιά που πέρασε στο βλέμμα του, έτρεξε και βυθίστηκε στην αγκαλιά του. Έμειναν μπροστά στην ακίνητη θάλασσα. Ο κύκνος άνοιξε τα φτερά και πέταξε μακριά."
Δεκαετία του τριάντα. Σ' ένα χορό μεταμφιεσμένων ο Γιάννης συναντά την Ελίζα. Αυτός μοναχικός, εκείνη ζώντας σε διχασμό προσπαθεί μάταια να ισορροπήσει, έρχεται και φεύγει καθώς ο άντρας τη διεκδικεί επίμονα. Η σχέση τους κυλά ταραγμένη με φόντο την κοσμική Αθήνα του μεσοπολέμου, που είχε λίγη από τη λάμψη της εποχής της τζαζ και της σουίνγκ. Σε κεντρικά ξενοδοχεία, αίθουσες ντάνσινγκ, από το Φάληρο στην Κηφισιά και στο Λουτράκι, πάρτι, δεξιώσεις, κάποτε σε πιο λαϊκά κέντρα, ύποπτα δωμάτια, καταγώγια. Όταν εκείνη φεύγει, γίνεται γι' αυτόν ο απρόσιτος Μαύρος Κύκνος. Στο δεύτερο μέρος η ιστορία εξελίσσεται σ' έναν κόσμο βίας και απειλής, που είναι η Αθήνα της κατοχής. Ακολουθεί η Αντίσταση, το βουνό. Ακόμα κι όταν όλα θα έχουν σωριαστεί σε ερείπια τις επικίνδυνες μέρες των δεκεμβριανών, το πάθος ζει μέχρι το απροσδόκητο τέλος. Φαινομενικά πρόκειται για μια ερωτική ιστορία εποχής. Ωστόσο διαβάζοντάς την κάποιος μπορεί ν' αναγνωρίσει καταστάσεις απρόσμενα οικείες και κοντινές στο χρόνο. Μια εποχή γιορτής που τελειώνει οριστικά και τη διαδέχεται η πτώση στο σκοτάδι. Ο Μαύρος Κύκνος μπορεί να διαβαστεί και αλληγορικά. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)