και το μολύβι..., σαν μηχανή στο ρελαντί που περιμένει...
και το μολύβι πάντα εκεί, καραδοκεί...,
μήπως και σώσει ό,τι γεννάει η στιγμή
προτού παντοτινά χαθεί μέσα στο "τίποτα"...,
φαρμακερό στιλέτο η άκρη του, κεντάει,
γοργόφτερο καράβι το σκαρί του, ελεύθερο, περήφανο
αρμενίζει στην μοναξιά της αδειανής λευκής σελίδας...
Οι φίλοι μου ψιθυρίζουν πως το οπισθόφυλλο σε ένα βιβλίο πρέπει να είναι "πιασάρικο". Να έχει κάτι το τραβηχτικό. Κάτι που να μαγεύει τον υποψήφιο αναγνώστη στην προσπάθειά του να βγει έστω για λίγο από τη σκληρή καθημερινότητα και να ταξιδέψει ανάλαφρα εκεί που... ένα ταπεινό μολύβι θα τον οδηγήσει.
Όμως..., πώς θα μπορούσα.
Οι μικρές μου ιστορίες φαντάζουν κυκλόθυμες, στεγνές και αγκομαχούνε εκβιαστικά, μέσα σε ατέλειωτα μικρά πισωγυρίσματα και σε θολά μελλοντικά θελήματα. Βασίζονται σε γράμματα που γράφτηκαν αλλά ποτέ τους δεν διαβάστηκαν, σε email που δεν έφτασαν στην ώρα τους, σε άχαρα ταξίδια και σε τηλέφωνα που είχανε πολύ θόρυβο για να ακουστούν. Μια από αυτές οφείλει την ύπαρξή της -αν είναι δυνατόν- σε μια ανάποδη διαφήμιση! Άλλη πάλι γράφτηκε με σήματα καπνού που τα πήρε ο αέρας και μια ακόμη βυθίστηκε σε μια θάλασσα φαντασίας στείρας και βουβής...