Κατά την πραγματοποίηση της έρευνας για την περφόρμανς στην Ελλάδα θεωρήθηκε απαραίτητη η διεύρυνση του ορισμού του μέσου, ώστε αυτός να ανταποκρίνεται στην τοπική παραγωγή, χωρίς να περιορίζεται από τις "καθαρολογικές" τάσεις της καθιερωμένης -κατά τα δυτικά πρότυπα- έρευνας. Ως αποτέλεσμα, η περφόρμανς αναγνωρίζεται εδώ ως μια εικαστική παράσταση, με ή χωρίς σενάριο, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία του τυχαίου και του αυθόρμητου ή να είναι προσεκτικά σχεδιασμένη και ενορχηστρωμένη, και είτε να πλαισιώνεται είτε όχι από τη συμμετοχή του κοινού. Η περφόρμανς μπορεί να είναι ζωντανή ή να μεταφέρεται στον θεατή μέσω της καταγραφής της με οπτικά ή ηχητικά μέσα. Μπορεί να περιλαμβάνει αντικείμενα άλλης χρήσης, αντικείμενα που κατασκευάστηκαν ειδικά από τον/την καλλιτέχνη, σκηνικά στοιχεία ή και τίποτα από τα παραπάνω. Η περφόρμανς μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιονδήποτε χώρο και για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα. Οι περφόρμανς διαφοροποιούνται από τις εγκαταστάσεις, ακόμα κι αν τις περιέχουν, μέσω της κεντρικής τοποθέτησης του υποκειμένου μέσα σε αυτές. Εν ολίγοις, περφόρμανς μπορεί να χαρακτηρισθεί οποιαδήποτε κατάσταση περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: τον χώρο, τον χρόνο, το σώμα, και την πρόθεση παρουσίασης στο κοινό. Οι ενέργειες των συμμετεχόντων, είτε πρόκειται για ένα άτομο είτε για μία ομάδα, σε έναν συγκεκριμένο τόπο και σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αποτελούν το έργο.
Η παρούσα μελέτη αντιλαμβάνεται τον πολιτικό χαρακτήρα της τέχνης γενικά, και της περφόρμανς συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της θεωρίας του "κριτικού μεταμοντερνισμού", ο οποίος πρόκρινε την ιδέα της πολιτισμικής προβληματοποίησης ως κεντρικής μορφής πολιτικής δέσμευσης της τέχνης των δεκαετιών του 1970 και του '80. Στόχος της, λοιπόν, είναι να αποτελέσει την πρώτη ιστορική αφήγηση και θεωρητικοποίηση της περφόρμανς στην Ελλάδα, από το 1968 έως το 1986, ως διασταύρωση διαφορετικών πολιτικών εκδηλώσεων. Κεντρικό γνώμονα της αφήγησης αποτελεί η διαφοροποίηση της παραδεδεγμένης αντίλ