«Η Καλλινίκη έζησε μια ζωή ξερή, άχρωμη, κενή χωρίς όνειρα σε μια ορεινή περιοχή με τον πατέρα της στον εικοστό αιώνα. Η μοίρα της Καλλινίκης ήταν να υπηρετεί μια αντρική ύπαρξη, χωρίς να αποδέχεται τη δική της. Μάνα δεν γνώρισε… Ως μικρό παιδί ποτέ δεν άγγιξαν τα χέρια της παιχνίδι, το θλιβερότερο ήταν πως ποτέ δεν έπαιξε. Το πρώτο της παιχνίδι ήταν μια ξύλινη σκάφη γεμάτη ρούχα, έτοιμα για μπουγάδα. Το μόνο που γνώρισε ήταν η υπακοή, η εργασία κι η σιωπή, τα συγκεκριμένα θα τα μετέδιδε και στην κόρη της. Τα χρόνια κυλούσαν αμείλικτα σαν τρεχούμενα νερά ποταμού που μαζί τους παρέσερναν και την ίδια, με την ανούσια ζωή της. Η μόνη της παρηγοριά ήταν ο καθρέφτης και χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε στην αγκαλιά του πιστού της φίλου. Ένιωθε ανύπαρκτη καθώς η ζωή της ξεκίνησε μέσα στην αθλιότητα, στην ΑΓΝΟΙΑ. Η άγνοια έκανε κακό μεγάλο στο παιδί της και στην ίδια τελικά. Το τίμημα της άγνοιας ήταν πολύ βαρύ»