Στους τοίχους της μεγάλης άδειας σάλας, τα πρόσωπα της ταπετσαρίας, ακαθόριστα σαν σκιές, χλόμιαζαν ανάμεσα στα παιχνίδια τους, με μία χάρη που έσβηνε. Όπως εκείνα, τα διάφορα αγαλματάκια, επάνω σε μικρές κολόνες, τα παλιά σαξ μέσα στις βιτρίνες μιλούσαν για πράγματα που πέρασαν. Σ' ένα βάθρο γαρνιρισμένο με πολύτιμους μπρούντζους το άγαλμα κάποιας βασιλοπούλας μεταμφιεσμένης σε Αρτέμιδα, ξέφευγε από τις βασανιστικές πτυχές του, ενώ στο ταβάνι μια Νύχτα, πουδραρισμένη σαν μαρκησία και περιστοιχισμένη από Έρωτες, έσπερνε λουλούδια. Όλα κοιμόταν και δεν ακουγόταν παρά το τρίξιμο της φωτιάς και ο ανάλαφρος θόρυβος των μαργαριταριών επάνω στο πέπλο.