Η αποφασιστική συμβολή του Παναγιώτη Μιχελή (1903-1969) στην εισαγωγή της διδασκαλίας της Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής και της Αισθητικής, ως κλάδου της φιλοσοφίας, στο πρόγραμμα σπουδών της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου, ήδη από τα πρώτα έτη της καθηγεσίας του, στις αρχές της δεκαετίας του '40, είναι γνωστή και έχει προ πολλού αναγνωρισθεί.
Η πορεία ωστόσο που ο ίδιος ο Μιχελής διήνυσε, μεταβάλλοντας το περιεχόμενο των μαθημάτων της έδρας του -της Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας- η συσχέτιση αυτής της διδασκαλίας με τα όσα αντίστοιχα συνέβαιναν στις άλλες Αρχιτεκτονικές Σχολές της Ευρώπης αλλά και τα νέα δεδομένα που σφράγισαν την αρχιτεκτονική του μεσοπολέμου, και η διατύπωση της δικής του θεώρησης στα συγγράμματά του για την αρχιτεκτονική δεν έχουν ίσως μελετηθεί και αναλυθεί επαρκώς.
Κι αυτά ακριβώς τα θέματα έρχεται σήμερα να διαπραγματευθεί η μελέτη που ακολουθεί. Ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, αρχιτέκτων και καθηγητής του Πολυτεχνείου, που παρακολούθησε ο ίδιος ως σπουδαστής τη διδασκαλία του Μιχελή, μας οδηγεί με τα κείμενά του στην κατανόηση αυτής της πορείας της σκέψης του Μιχελή και της αποκρυστάλλωσης των απόψεών του, αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως το μέγεθος και την αξία του λόγου του Μιχελή και της συμβολής του στην τεκμηρίωση και την ανάπτυξη ενός πλαισίου κριτικής σκέψης γύρω από την αρχιτεκτονική, την τέχνη και την αισθητική.
Ο συγγραφέας αναφέρεται κατ' αρχήν στο θέμα του ανανεωτικού κινήματος της διδασκαλίας της αρχιτεκτονικής στα Πανεπιστήμια της Δύσης και στην Ελλάδα. Αναφέρεται ακολούθως στη διεθνοποίηση του μοντερνισμού δια μέσου της ανάπτυξης της τεχνολογίας -που έρχεται να υπηρετήσει τις ανάγκες της νέας εποχής- στο τέλος του νεοκλασικισμού και στη διατύπωση των νέων παραδοχών και της νέας πλέον θεώρησης των πραγμάτων. Επισημαίνει τη σημασία της κυκλικότητας των αισθητικών κατηγοριών του Ωραίου και του Υψηλού στην αρχιτεκτονική και στην τέχνη, όπως αυτή αναλύεται από τον Μιχελή, για να καταλήξει τονίζοντας τη μεγάλη συμβολή του στ