… Ηταν λέει σ’ έναν όμορφο κήπο γεμάτο δένδρα που στα κλαδιά τους κρέμονταν καρποί, ανθισμένα λουλούδια λογής – λογής είχαν φυτρώσει παντού και γάργαρα, κρυστάλλινα νερά έτρεχαν από μικρά ρυάκια. Όλα τα ζώα ζούσαν αρμονικά. Ήταν ήρεμα! Τα δέντρα ήταν ψηλά, καταπράσινα, γεμάτα ζωή! Καθώς περπατούσε, άρχισε να αγγίζει ένα – ένα τα δέντρα. Τότε, κάθε δέντρο μετατρέπονταν σε ένα ποιητή ο οποίος διάβαζε κάποιο δημιούργημά του. Είδε τον Σεφέρη, άκουσε τον Ελύτη, τον Ρίτσο να απαγγέλει, τον Βρεττάκο και τον Σικελιανό να μουρμουρίζουν, τον Παλαμά, τον Πατρίκιο, το Σολωμό, τη Δημουλά, τη Σαπφώ να κρατά στα χέρια της πουλιά, τον Καβάφη… Η καρδιά του φτερούγησε. Η ματιά του έλαμψε. Αναστέναξε! Ένα βάρος γλίστρησε από μέσα του. Ελάφρυνε το είναι του. Και έτσι χαρούμενος όπως ήταν σιγοψιθύρισε: «Τι ωραία που είναι η ζωή! Τι ομορφιά της χαρίζει η ποίηση!» Σ’ ένα τραπέζι κάθονταν ο Καζαντζάκης, ο Λουντέμης, ο κυρ – Αλέξανδρος, η … και έγραφαν. Αμίλητοι άκουγαν τους ποιητές να απαγγέλουν και έδειχναν να ευχαριστιέται η ψυχή τους!…Παράδεισος!!