Με την ελληνοτουρκική Σύμβαση Ανταλλαγής των Πληθυσμών της Λωζάννης (30-1-1923) περίπου ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες στο γένος, ορθόδοξοι χριστιανοί, ήρθαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα από τα οθωμανικά εδάφη της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης.
Οι πρόσφυγες αυτοί, δεν βρέθηκαν στα χώματα που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν, "περαστικοί", αλλά οι πρόγονοί τους ζούσαν στα μέρη εκείνα από αιώνες.
Η κρατική προπαγάνδα της εποχής επιχείρησε να πείσει τους Ανταλλάξιμους ότι γυρίσανε στην πατρίδα, αλλά οι πρόσφυγες ήξεραν πως πατρίδα τους ήταν η Σαμσούντα, η Τραπεζούντα, η Σινώπη, η Προύσα, η Τρίγλια, η Μουδανιά κ.λπ.
Ουσιαστικά, η λεγόμενη επιστροφή στην πατρίδα ήταν ταξίδι στο άγνωστο. Οι περιουσίες τους, μα προπάντων οι ψυχές τους, ήταν στην πραγματική τους πατρίδα, στα μέρη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, στα μέρη που αγάπησαν, στα μέρη που δημιούργησαν και πρόκοψαν, αυτοί και οι πρόγονοί τους. Γι' αυτό και μέχρι να κλείσουν τα μάτια τους, είχαν το βλέμμα τους στραμμένο στην Ανατολή.
Εκατό χρόνια είναι πολύ λίγα για να διαγράψουν μνήμες πατρίδων. Ούτε τα 90 χρόνια από την Ανταλλαγή, ούτε η κρατική προπαγάνδα περί νέων πατρίδων, κατόρθωσαν να σβήσουν από τις μνήμες των προσφύγων την εικόνα και προπάντων το νόστο της χαμένης πατρίδας. Ήρθαν, γεράσανε και πέθαναν οι άνθρωποι πιστεύοντας μέχρι την τελευταία στιγμή ότι το χωριό που τώρα ζούσαν, ήταν απλώς ο τόπος κατοικίας τους και ότι το πραγματικό χωριό τους βρισκόταν εκεί στην Ανατολή και λεγόταν Μαρτάρ, Πεσκελλέρ, Χιντρελέζ, Γιαγμούρτσα, Ασάρ Σελαμελίκ, Καπούκαγια, Μαησλού, Καϊτάλαπα, Τσιρικλάρ κ.λπ.
Ο αναστεναγμός των γερόντων Ανταλλαξίμων ήτανε μονίμως: "Ει γκιτί, πατρίδα μ'..." (Αχ, πατρίδα μου...).
Σ' αυτά τα χωριά των πατρίδων αναφέρεται το παρόν βιβλίο, για να γνωρίσει η νέα γενιά τα μέρη προέλευσης των ταλαιπωρημένων παππούδων της. Κανείς δεν ήρθε από το πουθενά, ούτε είναι ξεκομμένος από το παρελθόν του. Η πατρίδα είναι το σημείο εκκίνησης του ανθρώπου στη συνέχεια του χρόνου. Μαθαίνοντας οι νέοι