Από τον Πλάτωνα ως τον Μαρξ, η πολιτική σκέψη εμφανίστηκε ως εφαρμογή μιας θεωρίας της ουσίας της κοινωνίας και της ιστορίας. Με θεμέλιό της μια ταυτιστική οντολογία, για την οποία το είναι είχε πάντα τη σημασία του "είναι καθορισμένο", συσκότισε το ιδιαίτερο είναι του κοινωνικο-ιστορικού ως ριζικού φαντασιακού. Το πρώτο μέρος του βιβλίου ("Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία", δημοσιευμένο στο περιοδικό Socialisme ou Barbarie το 1964-1965), δείχνει πως ο Μαρξ, αιχμάλωτος αυτής της οντολογίας, οδηγήθηκε στο να πνίξει ο ίδιος τα καινούργια σπέρματα που περιείχε η σκέψη του. Το επαναστατικό πρόταγμα υπερβαίνει κάθε "ορθολογική θεμελίωση": μια νέα θέσμιση της κοινωνίας συνεπάγεται ένα ξεπέρασμα του θεσμισμένου "λόγου". Πρέπει να δούμε την ιστορία ως δημιουργία, τη θεσμίζουσα κοινωνία ή το κοινωνικό φαντασιακό εν δράσει μέσα στη θεσμισμένη κοινωνία, και το κοινωνικο-ιστορικό ως τρόπο του είναι άγνωστο για την κληρονομημένη σκέψη.
Το δεύτερο μέρος ("Το κοινωνικό φαντασιακό και η θέσμιση") δείχνει το κοινωνικο-ιστορικό ως γένεση οντολογική, συνεχιζόμενη δημιουργία, αυτοαλλοίωση που γεννιέται ως θέσμιση. Αυτή η θέσμιση -του κόσμου, των ατόμων, των πραγμάτων- ερειδόμενη στη φύση, περιλαμβάνει πάντα μια ταυτιστική συνιστώσα, είναι όμως ουσιαστικά δημιουργία ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών σημασιών. Η κοινωνία δεν γνωρίζει συνήθως τον εαυτό της ως αυτοθέσμιση, και τούτο αποτελεί την ξένωση που εκδηλώσεις της είναι η πίστη σε μια εξω-κοινωνική προέλευση της θέσμισης και η εκλογίκευσή της από την κληρονομημένη σκέψη. Το επαναστατικό πρόταγμα, πρόταγμα μιας ρητής αυτο-θέσμισης της κοινωνίας, εξαρτάται απλώς και μόνον από το κοινωνικό ποιείν-πράττειν των ανθρώπων, του οποίου το πολιτικό σκέπτεσθαι -το να σκεπτόμαστε την κοινωνία σαν κάτι που φτιάχνει τον εαυτό του- είναι μια συνιστώσα ουσιαστική.