Το δέκατο αιώνα ξεκίνησε από το Δυτικό Θιβέτ η επονομαζόμενη "Δεύτερη Έλευση του Βουδισμού" και εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Φωτισμένοι Ινδοί ανανέωσαν με τις καλλιτεχνικές τους ιδέες το πνευματικό επίπεδο των Θιβετιανών. Ταυτόχρονα, Θιβετιανοί λόγιοι πήγαιναν να σπουδάσουν στο βουδιστικό Κασμίρ και στα μεγάλα μοναστικά πανεπιστήμια των βουδιστών στη Βορειοανατολική Ινδία.
Εκείνο τον καιρό, στην Ινδία και στο Νεπάλ χρησιμοποιούσαν -μεταξύ άλλων- ζωγραφιές που περιείχαν σύμβολα που απεικόνιζαν θεότητες και αγίους, γνωστές ως πάτα και πάουμπα, για να οπτικοποιήσουν τη δύσκολη θεωρία. Αυτή η ιδέα του "δείχνω και λέω" είναι η βάση του τάνγκα, το οποίο προήλθε από το πάτα και το πάουμπα. Το τάνγκα είναι μια ζωγραφιά που τυλίγεται σε ρολό, όπως μαρτυρεί η ίδια η λέξη στη θιβετιανή γλώσσα. Το τάνγκα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ως θρησκευτικό στοιχείο σε ιεροτελεστίες, ως οδηγός και βοήθημα στο διαλογισμό, αλλά και ως "φυλαχτό" με θετική ενέργεια.
Στην προσεγμένη και καλαίσθητη αυτή εικονογραφημένη έκδοση παρατίθενται και επεξηγούνται μια σειρά από σκηνές, παραστάσεις και θέματα του Βουδισμού, τα οποία απαντούν συχνά στα θιβετιανά τάνγκα, και δίνουν το τεχνικό, θρησκευτικό και εικονογραφικό υπόβαθρο αυτών των έργων. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αποτυπώνεται εύστοχα η μακρόχρονη καλλιτεχνική παράδοση των τάνγκα που έχει μαγέψει τόσο την Ανατολή όσο και τη Δύση.