Οι γονείς μου, Χαΐμ και Ευγενία Πάρδο, αποφάσισαν να δραπετεύσουν από το γκέτο, μαζί με τα τρία παιδιά τους πέντε, δέκα και δεκατεσσάρων ετών. Ο κίνδυνος μεγάλος, αν μας συλλαμβάνανε θα μας εκτελούσαν, και εμάς και όσους μας βοηθούσαν. Κι ακόμη τότε δεν γνωρίζαμε ότι τελικός σκοπός των ναζί ήταν να μας θανατώσουν στην Πολωνία. Κρυφτήκαμε στη Θεσσαλονίκη σε σπίτι χριστιανών συμπολιτών μας, στην καρδιά της πόλης, κοντά στο αρχηγείο των Γερμανών, προστατευμένοι από έναν Αυστριακό... Στην κρυψώνα μας αυτοφυλακιστήκαμε κι η φυλακή μας βάσταξε έναν χρόνο και μισό, 18 ολόκληρους μήνες, 548 ατέλειωτες μέρες από τον Απρίλη του 1943 ως τον Οκτώβρη του 1944. Από τις πρώτες κιόλας μέρες άρχισα να γράφω ένα ημερολόγιο με το ψευδώνυμο Ρούλα Καρακώτσου. Το πραγματικό μου όνομα δεν αναφέρεται πουθενά στο παιδικό αυτό κείμενο. Φοβόμασταν ακόμη και να προφέρουμε τα ονόματά μας. Με δύο τρόπους αντιλαμβάνεται κανείς την «Ιστορία». Με την περιγραφή των γεγονότων και με την περιγραφή της καθημερινής ζωής. Το βιβλιό αυτό, λοιπόν, μεταφέρει όλο το κλίμα της εποχής των διωγμών των Εβραίων της Θεσσαλονίκης με εξαιρετικό τρόπο. Και με τη ματιά της μικρής τότε «Ρούλας Καρακώτσου» αλλά και με την ματιά, μετά από εβδομήντα επτά χρόνια, της Ροζίνας Ασσέρ Πάρδο.