Στη "Γραφομηχανούλα" του Ζίγκφριντ Κρακάουερ (1889-1966) ο αφηγητής ερωτεύεται τη γραφομηχανή του. Η παράδοξη σχέση τους διανύει όλα τα στάδια μιας τυπικής ερωτικής συνύπαρξης: μια τυχαία συνάντηση, ενθουσιασμός και ερωτική μανία, απομάγευση και χωρισμός. Ό,τι περιγράφει ο Κρακάουερ προσομοιάζει με την εμπειρία του Φρίντριχ Νίτσε γύρω στα 1882, όταν, έχοντας χάσει την όρασή του, έγινε για λίγο ενθουσιώδης κάτοχος μιας από τις πρώτες γραφομηχανές. Σε αυτήν "χτύπησε" ποιήματα και επιστολές, όπου φανερώνεται πότε πότε ο ψυχικός εκτροχιασμός, όπως και στο αφήγημα του Κρακάουερ. Ο Νίτσε υπήρξε ο πρώτος στοχαστής που επισήμανε τη γοητεία μιας ενδεχόμενης ώσμωσης διανοητή και μέσου. Οι συμπτώσεις ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι τέτοιες, ώστε συνιστάται η παράλληλη ανάγνωσή τους εν είδει λογοτεχνικού παιχνιδιού.
Για μεγάλο διάστημα δεν τολμούσα να χρησιμοποιήσω τη μηχανή. Τέλεια καθώς ήταν, μου φαινόταν πλάσμα ανώτερο, που θα ήταν ανεπίτρεπτο να υποστεί την παραμικρή ζημιά από τυχόν κακομεταχείριση. Αμήχανος, μονάχα χάιδευα -τότε, στην αρχή της σχέσης μας- τα δροσερά της μέλη. Το απαλό άγγιγμα αρκούσε για να με κάνει ευτυχισμένο. Άλλοτε άφηνα τον κύλινδρο να περιστρέφεται και πείραζα τα καρούλια με τις μελανοταινίες κρατώντας ολίγη αντίσταση με τα δάχτυλα. Όποτε αμελούσαν οι επισκέπτες μου να εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τη μηχανούλα, τους μισούσα.
Ζίγκφριντ Κρακάουερ, "Η γραφομηχανούλα"