Ίσως καμιά άλλη γυναικεία μορφή του ευριπιδικού στερεώματος δεν αντιστέκεται τόσο στις συνήθεις ταξινομήσεις και δεν είναι τόσο πολυδιάστατη και αντιφατική όσο η Μήδεια [...]. Την αρχική εικόνα της απόγνωσης διαδέχονται εικόνες ανησυχητικές και απειλητικές, που επιτείνονται από τις σπαρακτικές κραυγές και τις κατάρες που εκστομίζει αθέατη η Μήδεια έσωθεν. Από τη στιγμή ωστόσο που εμφανίζεται στη σκηνή χαρακτηρίζεται από αξιοθαύμαστη αυτοκυριαρχία. Μετερχόμενη άλλοτε θεμιτά και άλλοτε αθέμιτα μέσα, προσεταιρίζεται, εξουδετερώνει ή χειραγωγεί αλληλοδιαδόχως όλους όσοι βρίσκονται απέναντί της, τον χορό Κορινθίων γυναικών, τον Κρέοντα, τον Αιγέα και τον Ιάσονα, ώστε να μπορέσει να εξυφάνει και να εκδιπλώσει βαθμιαία το σχέδιο εκδίκησης, απροσδόκητο επιστέγασμα του οποίου συνιστά η παιδοκτονία. Μόνο στην κομβικής σημασίας σκηνή του διάσημου "μονολόγου" η Μήδεια ταλαντεύεται προς στιγμήν και παλινδρομεί. [...] Στη σκηνή της εξόδου η Μήδεια, που βρίσκεται ήδη πάνω στο φτερωτό άρμα έχοντας μαζί της τα νεκρά σώματα των παιδιών, σχεδόν εξισώνεται με θεό από μηχανής και απευθύνεται στον αποσβολωμένο Ιάσονα, σ' αυτόν τον ανελέητο ύστατο διάλογο, από θέση απόλυτης επιβολής.
Μια πρώτη μορφή της μετάφρασης της Μήδειας παρουσιάστηκε στο θέατρο το 2006. Στα χρόνια που πέρασαν αναθεωρήθηκε αρκετές φορές, ωστόσο ο προσανατολισμός στο θέατρο παρέμεινε σταθερός, χωρίς, εννοείται, να αγνοείται ο αναγνώστης. Για τις δικές μου αντιλήψεις, η αναφορά στο θέατρο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, αυξημένη μέριμνα για τον ρυθμό του μεταφρασμένου λόγου και αποφυγή των ποικιλώνυμων ευκολιών. Συνεπάγεται επίσης [...] προσήλωση στην ακρίβεια. Και δεν εννοώ την (ενίοτε απατηλή) ακρίβεια του γράμματος, αλλά το αποτέλεσμα της επίμοχθης προσπάθειας που αξιοποιεί τα βαθύτερα κοιτάσματα του αρχαίου κειμένου και φιλοδοξεί να συγκροτήσει λόγο ουσία περιεκτικό και θεατρικά δραστικό, αποφεύγοντας ισοπεδωτικές επιλογές και διασώζοντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό το "ανάγλυφο" του πρωτοτύπου.
Θ. Κ. Στεφανόπουλος