Οι "Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε" είναι ένα μεγάλο μωσαϊκό που σχετίζεται με τα πάθη, τη μοναξιά, τις αναμνήσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις του αφηγητή, ενός εικοσιοχτάχρονου Δανού ευπατρίδη που, έχοντας χάσει την περιουσία του, ζει στα όρια της φτώχειας και έρχεται στο Παρίσι με την ελπίδα να αφιερωθεί στη λογοτεχνία.
Το έργο γράφτηκε το 1910 και θεωρείται το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα της γερμανόφωνης και, γενικότερα, της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Θυμίζει άλλοτε χρονικό, άλλοτε εξομολόγηση, συχνά ημερολόγιο ή και ποιητική πρόζα. Παρά την αποσπασματικότητα της αφήγησης, υπάρχουν ισχυρά συνδετικά στοιχεία: η ματιά του μοναχικού περιπατητή, που έλκεται από τις σκληρές πλευρές της πόλης, και η μελαγχολία που τον έχει διαποτίσει γίνονται το έδαφος πάνω στο οποίο φύεται και θάλλει ο στοχασμός για το άλγος της συνείδησης, η αγωνία για τα ζητήματα της ύπαρξης. Επιπλέον, στον Μάλτε ο αποσπασματικός τρόπος γραφής αντανακλά την απουσία της δυνατότητας να υπάρξει πια μια ολοκληρωμένη, συνεκτική εικόνα της πραγματικότητας. Εκφράζοντας το πνεύμα της εποχής του, ο Ρίλκε γίνεται ένας από τους πρώτους φορείς του μοντέρνου στη λογοτεχνία αλλά συνάμα και της νεωτερικής αίσθησης του κόσμου.
"Τόσο με τη θεματική όσο και με τη φόρμα του, ο ποιητής εισχωρεί σε μια καινούργια σφαίρα, ερχόμενος σε ρήξη με τη μορφή του παραδοσιακού μυθιστορήματος. Δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη των γεγονότων, ούτε χρονολογική σειρά που να συνδέει τα κεφάλαια μεταξύ τους.
Πρωτοπρόσωπες εξομολογήσεις, η επεξεργασία κάποιων αναγνωσμάτων ή ντοκουμέντων που βρέθηκαν σε αρχεία, εναλλάσσονται με σχεδιάσματα επιστολών, σκέψεις και σχόλια. Σε μία από τις "Σημειώσεις" ο Μάλτε παρατηρεί ότι στην εποχή του δεν μπορεί πλέον κάποιος να αφηγηθεί μια ιστορία με τον γνωστό, παραδοσιακό τρόπο. "Τις μέρες που διηγούνταν ιστορίες, διηγούνταν πράγματι ιστορίες, θα πρέπει να ήταν πριν από τη δική μου εποχή"".
(από το επίμετρο του Αλέξανδρου Ίσαρη)