Χωριάτες που δουλεύουμε για άλλους και τρώμε τα σκύβαλα για ν' αφήσουμε στ' αφεντικό το στάρι, είμαστε εκατομμύρια ψυχές· είμαστε τόσο πολλοί, που μόνοι μας αποτελούμε το πλήθος του λαού. Εργάτες που υφαίνουμε τα μεταξωτά και τα βελούδα, για να ντυνόμαστε εμείς με κουρέλια, είμαστε πλήθος, κι όταν οι σφυρίχτρες των εργοστασίων μας αφήνουν μιας στιγμής ξεκούραση, πλημμυρίζουμε τους δρόμους και τις πλατείες σαν αγριεμένη θάλασσα. Στρατιώτες, που σερνόμαστε σαν πρόβατα, που δεχόμαστε τις σφαίρες για να κρεμούν άλλοι σταυρούς και λοφία, εμείς οι δύστυχοι κουτοί, που δεν μάθαμε ως τώρα παρά να τουφεκίζουμε τους αδερφούς μας, αρκεί μόνο μεταβολή να κάνουμε, για να χλωμιάσουν οι λίγοι εκείνοι παρασημοφορεμένοι που μας προστάζουν. Εμείς όλοι που υποφέρουμε αποτελούμε ένα τεράστιο πλήθος που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει. Είμαστε σαν ωκεανός που μπορεί τα πάντα να σκεπάσει. Η θέληση μας λείπει, όταν θα αποκτήσουμε την θέληση μια στιγμή θα είναι αρκετή για να αποδοθεί δικαιοσύνη... . (απόσπασμα από το βιβλίο)