Ένιωσε τον κόμπο πάνω από το στομάχι της να σφίγγεται επικίνδυνα.
-Εκεί, σ' εκείνο το σημείο είναι όλα τα συναισθήματα, και είναι μπλοκαρισμένα το βλέπεις;
-Το βλέπω και το αισθάνομαι είπε με παράπονο η Ειρήνη, πονώ.
Πέρασε πολύς χρόνος για να ξετυλίξει όλο το κουβάρι της ψυχής της.
Τώρα είχε όλο το νήμα στα πόδια της. Το ξανακοίταξε, της σκοτείνιαζε το βλέμμα το σκουρόχρωμο αυτό κουβάρι. Έβγαλε τις βελόνες και άρχισε να πλέκει ένα καινούργιο πουλόβερ. Ήθελε να χουχουλιάσει την ψυχή της, να τη ζεστάνει. Επιτέλους την αγαπούσε.
Πήρε κι' άλλα χρώματα.
-Γιατί να είναι μονόχρωμο; λίγο χρώμα αν βάλω, σκέφτηκε, αλλάζει γίνεται ωραιότερο. [...]