Στην Αδριατική της Αναγέννησης, ένας σκλάβος ναυαγεί. Έχει γεννηθεί στη Νάξο από Ενετό πατέρα και μάνα Γραικιά.
Τον διασώζουν Σλάβοι πειρατές, που οι ίδιοι θεωρούσαν πως είναι σταυροφόροι ενάντια στον επεκτατισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που η Ιστορία τούς αναφέρει ως «Ουσκότσι». Παρόλο που μάχεται στο πλευρό τους, η απροθυμία του να υιοθετήσει τη βία που οι σωτήρες του θεωρούν χρέος τους, τον οδηγεί προσκυνητή στον Δρόμο του Σαντιάγκο της Κομποστέλα. Εκεί γίνεται φίλος με έναν Ιάπωνα χριστιανό, μέλος της πρεσβείας, που οι Ιησουίτες έστειλαν το 1582 από την Ιαπωνία στη Ρώμη. Το προσκύνημα εξελίσσεται σε μια περιπετειώδη πεζοπορία, κατά τη διάρκεια της οποίας έχει μια καθοριστική γνωριμία που θα τον σπρώξει να ακολουθήσει τον Ιάπωνα στην Ανατολή.
Η θάλασσα θα τον ξεβράσει στην υποτροπική Γιακουσίμα της νοτιότατης Ιαπωνίας, όπου θα ερωτευτεί μια μυστηριώδη γυναίκα νίντζα, με σημάδια βασανιστηρίων και γλώσσα κομμένη εκούσια για να μην αποκαλύψει πληροφορίες.
Η συμβίωση μαζί της τον οδηγεί σε συνεργασία με πειρατές, για να καταλήξουν αιχμάλωτοι στο νότιο Βιετνάμ, απ’ όπου δραπετεύουν και καταφεύγουν στην Καμπότζη.
Το σχέδιό τους να ταξιδέψουν στην ισπανική Μανίλα ως μέλη της Καμποτζιανής πρεσβείας ναυαγεί, όταν Ιάπωνες πρέσβεις αρπάζουν τη γυναίκα του λόγω της συνομωσίας που έγινε η αιτία να βασανιστεί. Ο ήρωας τούς ακολουθεί και βρίσκεται μπλεγμένος στον πόλεμο Ιαπωνίας-Κορέας (1592-1598).
Επιστρέφοντας με τους νικημένους Ιάπωνες στην πατρίδα τους, ανακαλύπτει ότι ο διωγμός των χριστιανών και οι είκοσι έξι σταυρώσεις που διέταξε ο δημιουργός της σύγχρονης Ιαπωνίας Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, δίνουν άλλη μια ώθηση στον αέναα στροβιλιζόμενο κόσμο του.